διάλλαγμα: Difference between revisions
From LSJ
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
(6_21) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διάλλαγμα''': τό, [[ἀντάλλαγμα]], Εὐρ. Ἑλ. 586 ([[ἔνθα]] τὸ Ἥρας ὀρθῶς ὁ Paley ἀναφέρει εἰς τὴν προηγουμένην ἐρώτησιν, τίνος θεοῦ πλάσαντος;). ΙΙ. [[διαφορά]], [[παραλλαγή]], Διον. Ἁλ. 7. 64. | |lstext='''διάλλαγμα''': τό, [[ἀντάλλαγμα]], Εὐρ. Ἑλ. 586 ([[ἔνθα]] τὸ Ἥρας ὀρθῶς ὁ Paley ἀναφέρει εἰς τὴν προηγουμένην ἐρώτησιν, τίνος θεοῦ πλάσαντος;). ΙΙ. [[διαφορά]], [[παραλλαγή]], Διον. Ἁλ. 7. 64. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> objet donné en échange <i>ou</i> substitué (à un autre);<br /><b>2</b> différence.<br />'''Étymologie:''' [[διαλλάσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A substitute, changeling, E.Hel. 586. II difference, D.H.7.64. III renewal, PLips.97xxvi 13 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 587] τό, 1) das Vertauschte, der Tausch, Eur. Hel. 592. – 2) der Unterschied, Dion. Hal. 7, 64.
Greek (Liddell-Scott)
διάλλαγμα: τό, ἀντάλλαγμα, Εὐρ. Ἑλ. 586 (ἔνθα τὸ Ἥρας ὀρθῶς ὁ Paley ἀναφέρει εἰς τὴν προηγουμένην ἐρώτησιν, τίνος θεοῦ πλάσαντος;). ΙΙ. διαφορά, παραλλαγή, Διον. Ἁλ. 7. 64.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 objet donné en échange ou substitué (à un autre);
2 différence.
Étymologie: διαλλάσσω.