θήρευμα: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θήρευμα''': τό, ([[θηρεύω]]) = [[θήραμα]], λάφυρον, [[λεία]], Εὐρ. Ι. Α. 1162. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., [[κυνήγιον]], Πλάτ. Νόμ. 823Β. | |lstext='''θήρευμα''': τό, ([[θηρεύω]]) = [[θήραμα]], λάφυρον, [[λεία]], Εὐρ. Ι. Α. 1162. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., [[κυνήγιον]], Πλάτ. Νόμ. 823Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />butin de chasse.<br />'''Étymologie:''' [[θηρεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (θηρεύω)
A spoil, prey, S.Ichn.285, E.IA1162. II pl., hunting, Pl.Lg.823b.
German (Pape)
[Seite 1209] τό, = θήραμα, Eur. I. A. 1162; τὰ πεζὰ θηρεύματα Plat. Legg. VII, 823 b.
Greek (Liddell-Scott)
θήρευμα: τό, (θηρεύω) = θήραμα, λάφυρον, λεία, Εὐρ. Ι. Α. 1162. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., κυνήγιον, Πλάτ. Νόμ. 823Β.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
butin de chasse.
Étymologie: θηρεύω.