διανυκτερεύω: Difference between revisions
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διανυκτερεύω''': [[διέρχομαι]] τὴν νύκτα, νύκτα Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 3, καὶ συχνὸν παρὰ Πλουτ.· πρβλ. [[διημερεύω]]. | |lstext='''διανυκτερεύω''': [[διέρχομαι]] τὴν νύκτα, νύκτα Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 3, καὶ συχνὸν παρὰ Πλουτ.· πρβλ. [[διημερεύω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=passer toute la nuit.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[νυκτερεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
A pass the night, νύκτα X.HG5.4.3, cf. PTeb.268.73 (iii A.D.): abs., Ph.2.488, Plu.Aem.16, al.; ἐν τῇ προσευχῇ Ev.Luc. 6.12, cf. Hdn.1.16.5.
German (Pape)
[Seite 593] durchnachten, ἐκείνην τὴν νύκτα, Xen. Hall. 5, 4, 3, u. Sp.; Hdn. 5, 8, 15 ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ στρατοπέδου; τινί, mit etwas, Phalar. ep. 14.
Greek (Liddell-Scott)
διανυκτερεύω: διέρχομαι τὴν νύκτα, νύκτα Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 3, καὶ συχνὸν παρὰ Πλουτ.· πρβλ. διημερεύω.