ὑπάτη: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπάτη''': (ἐξυπακ. [[χορδή]]), ἡ, ἡ ὑψίστη ἢ μεγίστη (κατὰ τὸ [[μῆκος]]) χορδὴ ἀλλὰ κατωτάτη κατὰ τὴν ὀξύτητα τοῦ τόνου ἐκ τῶν τριῶν χορδῶν, αἵτινες ἀπετέλουν τὴν Ἑλληνικὴν μουσικὴν κλίμακα (ἴδε [[μέση]], [[νεάτη]]), Πλάτ. Πολ. 443D, κλπ., πρβλ. [[παρυπάτη]], καὶ ἴδε Chapell Anc Mus. σ. 36. - Ἴδε Γ. Κατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 532, [[ἔνθα]] ἡ γενικ. πληθ. ὑπατῶν.
|lstext='''ὑπάτη''': (ἐξυπακ. [[χορδή]]), ἡ, ἡ ὑψίστη ἢ μεγίστη (κατὰ τὸ [[μῆκος]]) χορδὴ ἀλλὰ κατωτάτη κατὰ τὴν ὀξύτητα τοῦ τόνου ἐκ τῶν τριῶν χορδῶν, αἵτινες ἀπετέλουν τὴν Ἑλληνικὴν μουσικὴν κλίμακα (ἴδε [[μέση]], [[νεάτη]]), Πλάτ. Πολ. 443D, κλπ., πρβλ. [[παρυπάτη]], καὶ ἴδε Chapell Anc Mus. σ. 36. - Ἴδε Γ. Κατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 532, [[ἔνθα]] ἡ γενικ. πληθ. ὑπατῶν.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[χορδή]];<br />la dernière corde, la plus basse.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπατος]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπᾰτη Medium diacritics: ὑπάτη Low diacritics: υπάτη Capitals: ΥΠΑΤΗ
Transliteration A: hypátē Transliteration B: hypatē Transliteration C: ypati Beta Code: u(pa/th

English (LSJ)

(sc. χορδή), ἡ,

   A the highest of the three strings which formed the framework of the musical scale (opp. νεάτη, μέση), but the lowest in pitch, Philol.6, Pl.R.443d, etc.; αἱ ὑπάται the highest tetrachord, Anon.Oxy.667.16; τὴν ἀπὸ τῶν ὑπάτων . . ἐπίτασιν raising of pitch from the low notes, Antyll. ap. Orib. 6.10.7; τὸ βομβυκέστερον τῶν ὑπατῶν Nicom.Harm.11; ὑπάτη ὑπατῶν ibid. (but ὑ. ὑπάτων Cleonid.Harm.4).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπάτη: (ἐξυπακ. χορδή), ἡ, ἡ ὑψίστη ἢ μεγίστη (κατὰ τὸ μῆκος) χορδὴ ἀλλὰ κατωτάτη κατὰ τὴν ὀξύτητα τοῦ τόνου ἐκ τῶν τριῶν χορδῶν, αἵτινες ἀπετέλουν τὴν Ἑλληνικὴν μουσικὴν κλίμακα (ἴδε μέση, νεάτη), Πλάτ. Πολ. 443D, κλπ., πρβλ. παρυπάτη, καὶ ἴδε Chapell Anc Mus. σ. 36. - Ἴδε Γ. Κατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 532, ἔνθα ἡ γενικ. πληθ. ὑπατῶν.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
s.e. χορδή;
la dernière corde, la plus basse.
Étymologie: ὕπατος.