διψαλέος: Difference between revisions
Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir
(6_4) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διψᾰλέος''': -α, -ον, = [[δίψιος]], ἔχων δίψαν, Βατραχομ. 9· δ. [[θρυαλλίδιον]], ἔχον ἀνάγκην ἐλαίου, Λουκ. Τίμ. 14.· ― ὁδύνη δ., ὁ [[πόνος]] ἐκ δίψης, ὁ αὐτ. Διψ. 6· ― [[ξηρός]], [[κατάξηρος]], ἀήρ Καλλ. εἰς Δία 27, Ἀπολλών. Ρόδ. Δ. 678. | |lstext='''διψᾰλέος''': -α, -ον, = [[δίψιος]], ἔχων δίψαν, Βατραχομ. 9· δ. [[θρυαλλίδιον]], ἔχον ἀνάγκην ἐλαίου, Λουκ. Τίμ. 14.· ― ὁδύνη δ., ὁ [[πόνος]] ἐκ δίψης, ὁ αὐτ. Διψ. 6· ― [[ξηρός]], [[κατάξηρος]], ἀήρ Καλλ. εἰς Δία 27, Ἀπολλών. Ρόδ. Δ. 678. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />qui a soif, altéré ; διψαλέον [[θρυαλλίδιον]] LUC lampe qui manque d’huile ; διψαλέα [[ὀδύνη]] LUC souffrance que cause la soif.<br />'''Étymologie:''' [[δίψα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον,
A thirsty, μῦς Batr.9; ἀνήρ Call. Jov.27, cf. AP9.128; ἐπιθυμία Ph.1.116; δ. θρυαλλίδιον wanting oil, Luc. Tim.14; ὀδύνη δ. the pain of thirst, Id.Dips.6; ὄργανα δ. subject to thirst, Aret.SA2.4. 2 dry, parched, ἀήρ A. R.4.678, Nonn.D. 22.260, al. II thirst-provoking, χοῖρος AP9.487 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 647] durstig; Batrach. 9; χοῖρος Pallad. 23 (IX, 487) u. a. Sp.; ὀδύνη, Schmerz von heftigem Durste, p. bei Luc. Dips. 6; übertr., trocken; θρυαλλίδιον Luc. Tim. 14.
Greek (Liddell-Scott)
διψᾰλέος: -α, -ον, = δίψιος, ἔχων δίψαν, Βατραχομ. 9· δ. θρυαλλίδιον, ἔχον ἀνάγκην ἐλαίου, Λουκ. Τίμ. 14.· ― ὁδύνη δ., ὁ πόνος ἐκ δίψης, ὁ αὐτ. Διψ. 6· ― ξηρός, κατάξηρος, ἀήρ Καλλ. εἰς Δία 27, Ἀπολλών. Ρόδ. Δ. 678.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui a soif, altéré ; διψαλέον θρυαλλίδιον LUC lampe qui manque d’huile ; διψαλέα ὀδύνη LUC souffrance que cause la soif.
Étymologie: δίψα.