διθυραμβοδιδάσκαλος: Difference between revisions
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δῑθῠραμβοδῐδάσκαλος''': ὁ, ὁ διθυραμβικὸς ποιητὴς ὁ διδάσκων τὸν ἴδιόν του χορόν, Ἀριστ. Εἰρ. 828· ἴδε [[διδάσκω]] ΙΙ. | |lstext='''δῑθῠραμβοδῐδάσκαλος''': ὁ, ὁ διθυραμβικὸς ποιητὴς ὁ διδάσκων τὸν ἴδιόν του χορόν, Ἀριστ. Εἰρ. 828· ἴδε [[διδάσκω]] ΙΙ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />poète dithyrambique entraînant son propre chœur.<br />'''Étymologie:''' [[διθύραμβος]], [[διδάσκαλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A dithyrambic poet who trained his own chorus, Ar. Pax829.
German (Pape)
[Seite 624] ὁ, der Dithyramben zum Aufführen einübt und zugleich der Dichter ist, Ar. Pax 829.
Greek (Liddell-Scott)
δῑθῠραμβοδῐδάσκαλος: ὁ, ὁ διθυραμβικὸς ποιητὴς ὁ διδάσκων τὸν ἴδιόν του χορόν, Ἀριστ. Εἰρ. 828· ἴδε διδάσκω ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
poète dithyrambique entraînant son propre chœur.
Étymologie: διθύραμβος, διδάσκαλος.