δνοπαλίζω: Difference between revisions
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δνοπᾰλίζω''': μέλλ. -ξω, [[σείω]] βιαίως, [[καταρρίπτω]], ἀνὴρ ἄνδρ’ ἐδνοπάλιζεν Ἰλ. Δ. 472˙ τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις, «θὰ τυλίξῃς τὰ κουρέλια σου ‘ς τὸ σῶμά σου», Ὀδ. Ξ. 512. - Παθ., γυῖα δνοπαλίζεται, ἐπὶ τοῦ πολύποδος κινοῦντος κατὰ διαφόρους διευθύνσεις τοὺς πλοκάμους του, Ὀππ. Ἁλ. 2. 295. (Συγγενὲς τῷ [[δονέω]]). | |lstext='''δνοπᾰλίζω''': μέλλ. -ξω, [[σείω]] βιαίως, [[καταρρίπτω]], ἀνὴρ ἄνδρ’ ἐδνοπάλιζεν Ἰλ. Δ. 472˙ τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις, «θὰ τυλίξῃς τὰ κουρέλια σου ‘ς τὸ σῶμά σου», Ὀδ. Ξ. 512. - Παθ., γυῖα δνοπαλίζεται, ἐπὶ τοῦ πολύποδος κινοῦντος κατὰ διαφόρους διευθύνσεις τοὺς πλοκάμους του, Ὀππ. Ἁλ. 2. 295. (Συγγενὲς τῷ [[δονέω]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> δνοπαλίσω;<br />secouer, ébranler : ῥάκεα OD secouer, <i>càd</i> nettoyer et rapiécer des haillons.<br />'''Étymologie:''' DELG [[δονέω]], [[πάλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
A shake violently, fling down, ἀνὴρ ἄνδρ' ἐδνοπάλιζεν Il. 4.472; τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις 'wrap thy old cloak about thee', Od. 14.512:—Pass., γυῖα δνοπαλίζεται, of the polypus, its arms wave about, Opp.H.2.295.
German (Pape)
[Seite 651] fut. δνοπαλίξω (vgl. δονέω u. πάλλω), hin u. her schwingen, schütteln, werfen ; Homer zweimal: Iliad. 4, 472 οἱ δὲ λύκοι ἃς ἀλλήλοις ἐπόρουσαν, ἀνὴρ δ' ἄνδρ' ἐδνοπάλιζεν, var. lect. ἐδνοπάλιξεν Apoll. Lex. Homer. p. 59, 23; Odyss. 14, 512 ἀτὰρ ἠῶθέν γε τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις, du wirst deine eigenen Lumpen tragen, Apoll. Lex. Homer. p. 59. 21 erklärt ἐκτινάξεις, – Pass., γυῖα δνοπαλίζεται, die Glieder schlottern, Opp. H. 2, 295.
Greek (Liddell-Scott)
δνοπᾰλίζω: μέλλ. -ξω, σείω βιαίως, καταρρίπτω, ἀνὴρ ἄνδρ’ ἐδνοπάλιζεν Ἰλ. Δ. 472˙ τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις, «θὰ τυλίξῃς τὰ κουρέλια σου ‘ς τὸ σῶμά σου», Ὀδ. Ξ. 512. - Παθ., γυῖα δνοπαλίζεται, ἐπὶ τοῦ πολύποδος κινοῦντος κατὰ διαφόρους διευθύνσεις τοὺς πλοκάμους του, Ὀππ. Ἁλ. 2. 295. (Συγγενὲς τῷ δονέω).
French (Bailly abrégé)
f. δνοπαλίσω;
secouer, ébranler : ῥάκεα OD secouer, càd nettoyer et rapiécer des haillons.
Étymologie: DELG δονέω, πάλλω.