δραστικός: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(6_10) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δραστικός''': -ή, -όν, = [[δραστήριος]], Πλάτ. Νόμ. 815Α. 2) ὡς ἰατρ. ὅρος, [[ταχέως]] ἐνεργῶν. Διοσκ. 1. 18. | |lstext='''δραστικός''': -ή, -όν, = [[δραστήριος]], Πλάτ. Νόμ. 815Α. 2) ὡς ἰατρ. ὅρος, [[ταχέως]] ἐνεργῶν. Διοσκ. 1. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[δραστήριος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A = δραστήριος, σχήματα representing attack, in a war-dance, Pl.Lg.815a; efficient (cause), δ. αἴτιον ὀργῆς Phld.Ir. p.98W., cf. D.1.14; δραστικοὺς τῶν κακῶν (τοὺς θεούς) ib.19, cf. Max. Tyr.18.2; παχυμεροῦς ὕλης δ., of river fish, Xenocr.9; of persons, Plu.Cor.21: Comp. διάνοια -ώτερον χειρός Ph.1.542: Sup., Onos.22.4. 2 active, opp. passive, δ. ποιότητες, ἀρχαί, Stoic.2.133, 134; -ώτατον τὸ θερμόν ib.135; -ώτατα στοιχεῖα Ph.2.142. 3 as Medic. term, drastic, Dsc.1.19.4 (Sup.); φάρμακον Gp.13.14.5, cf. Xenocr. ap. Orib.2.58.50. Adv. -κῶς Gal.10.368. 4 Gramm., δ. διάβασις, = δρᾶσις 1.3, A.D.Pron.115.6.
German (Pape)
[Seite 665] = δραστήριος; σχήματα Plat. Legg. VII, 815 a; ὁ θυμούμενος Plut. Coriol. 21 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δραστικός: -ή, -όν, = δραστήριος, Πλάτ. Νόμ. 815Α. 2) ὡς ἰατρ. ὅρος, ταχέως ἐνεργῶν. Διοσκ. 1. 18.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. δραστήριος.