δυσπραξία: Difference between revisions

From LSJ

καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know

Source
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσπραξία''': ἡ, [[δυσπραγία]], [[ἀτυχία]], [[ἀποτυχία]], Αἰσχύλ. Πρ. 966, Σοφ. Ο. Κ. 1399· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 769, Σοφ. Αἴ. 759· ― ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ ἐν Ἀνδοκ. 20. 22, Ἰσοκρ. 137Α, ἀλλὰ [[δυσπραγία]] ἐν Ἀντιφῶντι 120. 12, Πολύβ., κτλ.
|lstext='''δυσπραξία''': ἡ, [[δυσπραγία]], [[ἀτυχία]], [[ἀποτυχία]], Αἰσχύλ. Πρ. 966, Σοφ. Ο. Κ. 1399· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 769, Σοφ. Αἴ. 759· ― ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ ἐν Ἀνδοκ. 20. 22, Ἰσοκρ. 137Α, ἀλλὰ [[δυσπραγία]] ἐν Ἀντιφῶντι 120. 12, Πολύβ., κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />revers, malheur.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[πράσσω]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπραξία Medium diacritics: δυσπραξία Low diacritics: δυσπραξία Capitals: ΔΥΣΠΡΑΞΙΑ
Transliteration A: dyspraxía Transliteration B: dyspraxia Transliteration C: dyspraksia Beta Code: duspraci/a

English (LSJ)

ἡ,

   A ill success, ill luck, A.Pr.966, S.OC1399, And.2.5, Men.707: pl., A.Eu.769, S. Aj.759, Isoc.6.102.

German (Pape)

[Seite 687] ἡ, = δυσπραγία; Aesch. Prom. 968 Eum. 739; Soph. O. C. 1401; Eur. I. T. 514; in Prosa, Andoc. 2, 5; Arist. Eth. 1, 11.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπραξία: ἡ, δυσπραγία, ἀτυχία, ἀποτυχία, Αἰσχύλ. Πρ. 966, Σοφ. Ο. Κ. 1399· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 769, Σοφ. Αἴ. 759· ― ὁ τύπος οὗτος ὡσαύτως ἀπαντᾷ ἐν Ἀνδοκ. 20. 22, Ἰσοκρ. 137Α, ἀλλὰ δυσπραγία ἐν Ἀντιφῶντι 120. 12, Πολύβ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
revers, malheur.
Étymologie: δυσ-, πράσσω.