δυσκατάστατος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσκατάστᾰτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀποκαταστήσῃ τις ἢ νὰ καταστείλῃ, καταπαύσῃ, ταραχὴ Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43. | |lstext='''δυσκατάστᾰτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀποκαταστήσῃ τις ἢ νὰ καταστείλῃ, καταπαύσῃ, ταραχὴ Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />difficile à apaiser.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[καθίστημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to restore or rally, X.Cyr.5.3.43 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 682] schwer in Ordnung zu bringen, compar., Xen. Cyr. 5, 3, 43.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκατάστᾰτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀποκαταστήσῃ τις ἢ νὰ καταστείλῃ, καταπαύσῃ, ταραχὴ Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à apaiser.
Étymologie: δυσ-, καθίστημι.