δωδεκάσκυτος: Difference between revisions
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δωδεκάσκῡτος''': -ον, ἐκ [[δώδεκα]] τεμαχίων [[διαφόρως]] κεχρωματισμένου δέρματος, [[σφαῖρα]] Πλάτ. Φαίδωνι 110Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 1003D. | |lstext='''δωδεκάσκῡτος''': -ον, ἐκ [[δώδεκα]] τεμαχίων [[διαφόρως]] κεχρωματισμένου δέρματος, [[σφαῖρα]] Πλάτ. Φαίδωνι 110Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 1003D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />formé de douze peaux.<br />'''Étymologie:''' [[δώδεκα]], [[σκῦτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A of twelve strips of leather, σφαῖρα Pl.Phd.110b, Plu.2.1003d.
German (Pape)
[Seite 694] σφαῖρα, aus zwölf Lederstücken zusammengesetzter Ball, Plat. Phaed. 110 b.
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκάσκῡτος: -ον, ἐκ δώδεκα τεμαχίων διαφόρως κεχρωματισμένου δέρματος, σφαῖρα Πλάτ. Φαίδωνι 110Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 1003D.