διερείδω: Difference between revisions
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διερείδω''': μέλλ. -σω, [[ὑποστηρίζω]], Πλούτ. 2. 529C. ΙΙ. μέσ., στηρίζομαι, «ἀκκουμβῶ», τινι Εὐρ. Ἑκ. 66· - μετ᾽ αἰτιατ. [[σχῆμα]] βακτηρίᾳ δ., [[στηρίζω]] τὸ σῶμά μου [[ἐπάνω]] είς…, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 150. 2) δ. [[πρός]] τι, στηρίζομαι στερεῶς, ἀνθίσταμαι ἰσχυρῶς…, Πολύβ. 22. 7, 14, Πλούτ. Φιλοπ. 17· [[περί]] τινος, διά τι [[πρᾶγμα]], Πολυβ. 5. 84, 3. | |lstext='''διερείδω''': μέλλ. -σω, [[ὑποστηρίζω]], Πλούτ. 2. 529C. ΙΙ. μέσ., στηρίζομαι, «ἀκκουμβῶ», τινι Εὐρ. Ἑκ. 66· - μετ᾽ αἰτιατ. [[σχῆμα]] βακτηρίᾳ δ., [[στηρίζω]] τὸ σῶμά μου [[ἐπάνω]] είς…, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 150. 2) δ. [[πρός]] τι, στηρίζομαι στερεῶς, ἀνθίσταμαι ἰσχυρῶς…, Πολύβ. 22. 7, 14, Πλούτ. Φιλοπ. 17· [[περί]] τινος, διά τι [[πρᾶγμα]], Πολυβ. 5. 84, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=appuyer <i>ou</i> enfoncer à travers <i>ou</i> entre;<br /><i><b>Moy.</b></i> διερείδομαι s’appuyer sur, τινι : δ. [[πρός]] [[τι]] résister fortement à qch.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐρείδω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
A prop up, Plu.2.529c, Luc.VH2.1. 2 hold apart, as the collar-bones do the shoulders, Sor.2.63: so metaph., of vowels, thrust apart, D.H.Comp.22. II Med., lean upon, τινί E.Hec.66: c. acc., σχῆμα βακτηρίᾳ δ. lean one's body on... Ar.Ec.150. 2 δ. πρός τι set oneself firmly, struggle against... Plb.21.24.14, Plu.Phil. 17, prob. in Phld.D.3Fr.32; περί τινος for a thing, Plb.5.84.3.
Greek (Liddell-Scott)
διερείδω: μέλλ. -σω, ὑποστηρίζω, Πλούτ. 2. 529C. ΙΙ. μέσ., στηρίζομαι, «ἀκκουμβῶ», τινι Εὐρ. Ἑκ. 66· - μετ᾽ αἰτιατ. σχῆμα βακτηρίᾳ δ., στηρίζω τὸ σῶμά μου ἐπάνω είς…, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 150. 2) δ. πρός τι, στηρίζομαι στερεῶς, ἀνθίσταμαι ἰσχυρῶς…, Πολύβ. 22. 7, 14, Πλούτ. Φιλοπ. 17· περί τινος, διά τι πρᾶγμα, Πολυβ. 5. 84, 3.
French (Bailly abrégé)
appuyer ou enfoncer à travers ou entre;
Moy. διερείδομαι s’appuyer sur, τινι : δ. πρός τι résister fortement à qch.
Étymologie: διά, ἐρείδω.