δονακεύς: Difference between revisions

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δονᾰκεύς''': έως, ὁ, ([[δόναξ]]) καλαμὼν (ἴδε [[ῥοδανός]]), Ἰλ. Σ. 576· ἐν τῷ πληθ., Ὀππ. Ἁλ. 4. 507. ΙΙ. [[ὀρνιθοθήρας]], [[ἰξευτής]], Ὀππ. Κ. 1. 73. ΙΙΙ. = [[δόναξ]], Ἀνθ. Π. 6. 64.
|lstext='''δονᾰκεύς''': έως, ὁ, ([[δόναξ]]) καλαμὼν (ἴδε [[ῥοδανός]]), Ἰλ. Σ. 576· ἐν τῷ πληθ., Ὀππ. Ἁλ. 4. 507. ΙΙ. [[ὀρνιθοθήρας]], [[ἰξευτής]], Ὀππ. Κ. 1. 73. ΙΙΙ. = [[δόναξ]], Ἀνθ. Π. 6. 64.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br /><b>1</b> lieu plein de roseaux;<br /><b>2</b> roseau;<br /><b>3</b> oiseleur, qui tend des gluaux.<br />'''Étymologie:''' [[δόναξ]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δονᾰκεύς Medium diacritics: δονακεύς Low diacritics: δονακεύς Capitals: ΔΟΝΑΚΕΥΣ
Transliteration A: donakeús Transliteration B: donakeus Transliteration C: donakeys Beta Code: donakeu/s

English (LSJ)

ῆος or έως, ὁ, (δόναξ)

   A thicket of reeds, Il.18.576: pl., Opp.H.4.507.    II fowler, Id.C.1.73.    III = δόναξ, AP 6.64 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 656] ὁ, 1) das Röhricht; Homer einmal, Iliad. 18, 576 παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα, Scholl. Didym. φησὶ δὲ Διονύσιος γράφεσθαι καὶ δονακῆεν κατὰ τὸ οὐδέτερον, ὡς καὶ τὸν πευκῶνα πευκᾶεν. – Opp. Hal. 4, 506. – 2) der Vogelsteller mit Leimruthen, Opp. Cyn. 1, 73. – 3) = δόναξ; Paul. Sil. 50 (VI, 64).

Greek (Liddell-Scott)

δονᾰκεύς: έως, ὁ, (δόναξ) καλαμὼν (ἴδε ῥοδανός), Ἰλ. Σ. 576· ἐν τῷ πληθ., Ὀππ. Ἁλ. 4. 507. ΙΙ. ὀρνιθοθήρας, ἰξευτής, Ὀππ. Κ. 1. 73. ΙΙΙ. = δόναξ, Ἀνθ. Π. 6. 64.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
1 lieu plein de roseaux;
2 roseau;
3 oiseleur, qui tend des gluaux.
Étymologie: δόναξ.