ἐγχειρητικός: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genusNatur ist überlegen jedem Unterricht

Menander, Monostichoi, 213
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγχειρητικός''': -ή, -όν, ἔχων τάσιν εἰς τολμηρὰς ἐπιχειρήσεις, [[ἐπιχειρηματικός]], [[ῥιψοκίνδυνος]], Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 22. - Ἐπίρρ. -κῶς, ῥιψοκινδύνως, τολμηρῶς, Ἀρχύτας παρὰ Στοβ. 589. 6.
|lstext='''ἐγχειρητικός''': -ή, -όν, ἔχων τάσιν εἰς τολμηρὰς ἐπιχειρήσεις, [[ἐπιχειρηματικός]], [[ῥιψοκίνδυνος]], Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 22. - Ἐπίρρ. -κῶς, ῥιψοκινδύνως, τολμηρῶς, Ἀρχύτας παρὰ Στοβ. 589. 6.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />entreprenant;<br /><i>Cp.</i> ἐγχειρητικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγχειρέω]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγχειρητικός Medium diacritics: ἐγχειρητικός Low diacritics: εγχειρητικός Capitals: ΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: encheirētikós Transliteration B: encheirētikos Transliteration C: egcheiritikos Beta Code: e)gxeirhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A enterprising, adventurous, X.HG4.8.22. Adv. -κῶς Archyt. ap. Stob.4.50.2.

German (Pape)

[Seite 713] ή, όν, unternehmend, Xen. Hell. 4, 8, 22; adv. ἐγχειρητικῶς im Ggstz von προνοητικῶς, Archyt. Stob. fl. 115, 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχειρητικός: -ή, -όν, ἔχων τάσιν εἰς τολμηρὰς ἐπιχειρήσεις, ἐπιχειρηματικός, ῥιψοκίνδυνος, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 22. - Ἐπίρρ. -κῶς, ῥιψοκινδύνως, τολμηρῶς, Ἀρχύτας παρὰ Στοβ. 589. 6.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
entreprenant;
Cp. ἐγχειρητικώτερος.
Étymologie: ἐγχειρέω.