Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εἴρερος: Difference between revisions

From LSJ

Πανήγυριν νόμιζε τόνδε τὸν βίον → Mercatum crede tempus hoc, quod vivitur → Als eine Festversammlung sieh dies Leben an

Menander, Monostichoi, 444
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἴρερος''': ὁ, [[δουλεία]], αἱχμαλωσία, εἴρερον εἰσανάγουσι, ἄγουσιν εἰς δουλείαν, Ὀδ. Θ. 529· (ἴδε ἐν λ. [[εἴρω]])· τῶν [[ἅπαξ]] εἰρημένων λέξεων, Ἀπολλωνίου Λεξικ.
|lstext='''εἴρερος''': ὁ, [[δουλεία]], αἱχμαλωσία, εἴρερον εἰσανάγουσι, ἄγουσιν εἰς δουλείαν, Ὀδ. Θ. 529· (ἴδε ἐν λ. [[εἴρω]])· τῶν [[ἅπαξ]] εἰρημένων λέξεων, Ἀπολλωνίου Λεξικ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />captivité.<br />'''Étymologie:''' [[εἴρω]]¹ avec redoubl.
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴρερος Medium diacritics: εἴρερος Low diacritics: είρερος Capitals: ΕΙΡΕΡΟΣ
Transliteration A: eíreros Transliteration B: eireros Transliteration C: eireros Beta Code: ei)/reros

English (LSJ)

ὁ,

   A bondage, slavery, εἴρερον εἰσανάγουσι Od.8.529.

German (Pape)

[Seite 734] ὁ (εἴρω), die Gefangenschaft; Od. 8, 529 εἴρερον εἰσανάγουσι; Andere εἰς ἀνάγουσι.

Greek (Liddell-Scott)

εἴρερος: ὁ, δουλεία, αἱχμαλωσία, εἴρερον εἰσανάγουσι, ἄγουσιν εἰς δουλείαν, Ὀδ. Θ. 529· (ἴδε ἐν λ. εἴρω)· τῶν ἅπαξ εἰρημένων λέξεων, Ἀπολλωνίου Λεξικ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
captivité.
Étymologie: εἴρω¹ avec redoubl.