εἰσαγωγεύς: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰσᾰγωγεύς''': έως, ὁ, ὁ εἰσάγων, Πλάτ. Νόμ. 765Α. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, εἰσαγωγεῖς ἐκαλοῦντο κατώτεροί τινες ἄρχοντες ἀκούοντες παράπονα ὑπαγόμενα εἰς τὴν δικαιοδοσίαν των καὶ εἰσάγοντες τὰς ὑποθέσεις εἰς τὸ [[δικαστήριον]], Δημ. 976. 15 κἑξ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 414. [[Κατὰ]] [[Πολυδ]]. (Η΄, 93) «εἰσαγωγεῖς ἀρχῆς κληρωτῆς [[ὄνομα]]· οὗτοι δὲ τὰς δίκας εἰσῆγον πρὸς τοὺς δικαστάς», ― κατὰ δὲ τὰ Α. Β. (σ. 246, 14) «εἰσαγωγεῖς ἦσαν ἑκάστου δικαστηρίου οἱ ἄρχοντες, οἳ εἰσῆγον αὐτοῖς τὰς δίκας». | |lstext='''εἰσᾰγωγεύς''': έως, ὁ, ὁ εἰσάγων, Πλάτ. Νόμ. 765Α. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, εἰσαγωγεῖς ἐκαλοῦντο κατώτεροί τινες ἄρχοντες ἀκούοντες παράπονα ὑπαγόμενα εἰς τὴν δικαιοδοσίαν των καὶ εἰσάγοντες τὰς ὑποθέσεις εἰς τὸ [[δικαστήριον]], Δημ. 976. 15 κἑξ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 414. [[Κατὰ]] [[Πολυδ]]. (Η΄, 93) «εἰσαγωγεῖς ἀρχῆς κληρωτῆς [[ὄνομα]]· οὗτοι δὲ τὰς δίκας εἰσῆγον πρὸς τοὺς δικαστάς», ― κατὰ δὲ τὰ Α. Β. (σ. 246, 14) «εἰσαγωγεῖς ἦσαν ἑκάστου δικαστηρίου οἱ ἄρχοντες, οἳ εἰσῆγον αὐτοῖς τὰς δίκας». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έως (ὁ) :<br /><b>1</b> introducteur;<br /><b>2</b> <i>t. de droit</i> magistrat qui reçoit une plainte ressortissant à sa juridiction et qui l’introduit devant un tribunal.<br />'''Étymologie:''' [[εἰσάγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,
A introducer, Schwyzer784a7 (Tenos) ; δικαιοσύνης Arr.Epict.3.26.32 ; director of choruses, Pl.Lg.765a, cf.IG3.1193, BCH27.297 (Larymna). II at Athens and elsewhere, magistrate who brought cases into court, IG12.63.7, Arist.Ath.52.2, D.37.33, SIG 364.5 (Ephesus), IG12(7).3 (Amorgos), PHal.1.40, PTeb.29.1 (ii B.C.), etc. III in pl., at Samos, importers of corn on account of the state, Ath.Mitt.37.216 (ii/i B.C.). IV conduit, Horap.1.21.
German (Pape)
[Seite 740] ὁ, der Einführer, Arist. rhet. 1, 7; bes. einer Klage; vom Archon, Plat. Legg. VI, 765 a; B. A. 246 εἰσαγωγεῖς ἦσαν δικαστηρίου οἱ ἄρχοντες, οἳ εἰσῆγον αὐτοῖς τὰς δίκας; vgl. Dem. 37, 34 u. Poll. 8, 93.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσᾰγωγεύς: έως, ὁ, ὁ εἰσάγων, Πλάτ. Νόμ. 765Α. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, εἰσαγωγεῖς ἐκαλοῦντο κατώτεροί τινες ἄρχοντες ἀκούοντες παράπονα ὑπαγόμενα εἰς τὴν δικαιοδοσίαν των καὶ εἰσάγοντες τὰς ὑποθέσεις εἰς τὸ δικαστήριον, Δημ. 976. 15 κἑξ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 414. Κατὰ Πολυδ. (Η΄, 93) «εἰσαγωγεῖς ἀρχῆς κληρωτῆς ὄνομα· οὗτοι δὲ τὰς δίκας εἰσῆγον πρὸς τοὺς δικαστάς», ― κατὰ δὲ τὰ Α. Β. (σ. 246, 14) «εἰσαγωγεῖς ἦσαν ἑκάστου δικαστηρίου οἱ ἄρχοντες, οἳ εἰσῆγον αὐτοῖς τὰς δίκας».
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
1 introducteur;
2 t. de droit magistrat qui reçoit une plainte ressortissant à sa juridiction et qui l’introduit devant un tribunal.
Étymologie: εἰσάγω.