εἰσαγωγή: Difference between revisions
Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel
(6_10) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰσᾰγωγή''': ἡ, ἡ ἐγγραφὴ τῶν εἰσποιητῶν εἰς τοὺς καταλόγους τῶν πολιτῶν, Ἰσαῖος 80. 11. 2) εἰσαγωγὴ ἐμπορευμάτων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἐξαγωγή]], Πλάτ. Νόμ. 847D, Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 11. ΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, τὸ εἰσάγειν ὑποθέσεις εἰς τὸ [[δικαστήριον]], «ἀρχὴ Ἀθήνησι τῶν τὰ ἐγκλήματα εἰσαγόντων» Ἡσύχ., (ἴδε [[εἰσάγω]] ΙΙ. 3), Πλάτ. Νόμ. 855D, πρβλ. Ἰσαῖον 47. 32. ΙΙΙ. ἐν τῇ ῥητορικῇ, [[στοιχειώδης]] [[πραγματεία]], [[εἰσαγωγή]], Πλούτ. 3. 43F, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb. | |lstext='''εἰσᾰγωγή''': ἡ, ἡ ἐγγραφὴ τῶν εἰσποιητῶν εἰς τοὺς καταλόγους τῶν πολιτῶν, Ἰσαῖος 80. 11. 2) εἰσαγωγὴ ἐμπορευμάτων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἐξαγωγή]], Πλάτ. Νόμ. 847D, Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 11. ΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, τὸ εἰσάγειν ὑποθέσεις εἰς τὸ [[δικαστήριον]], «ἀρχὴ Ἀθήνησι τῶν τὰ ἐγκλήματα εἰσαγόντων» Ἡσύχ., (ἴδε [[εἰσάγω]] ΙΙ. 3), Πλάτ. Νόμ. 855D, πρβλ. Ἰσαῖον 47. 32. ΙΙΙ. ἐν τῇ ῥητορικῇ, [[στοιχειώδης]] [[πραγματεία]], [[εἰσαγωγή]], Πλούτ. 3. 43F, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> introduction, importation;<br /><b>2</b> introduction d’une instance judiciaire;<br /><b>3</b> introduction à une science <i>ou</i> à une œuvre, initiation.<br />'''Étymologie:''' [[εἰσάγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A bringing in, ὑδάτων, ὕδατος, Str.5.3.8, IGRom. 3.804 (Aspendus) ; σίτου PSI5.500 (iii B.C.). 2 introduction, as of heirs by adoption, Is.10.9 (pl.); of children to a φρατρία, IG22.1237.108. 3 importation of goods, etc., Pl.Lg.847d, Arist.Rh. 1360a14, SIG278.11 (Priene). 4 raising of taxes, PAmh.2.31.6 (ii B.C.), etc. II as law-term, bringing of causes into court, Pl. Lg.855d(pl.); τῶν κλήρων Is.4.12 (pl.). III introduction to a subject, elementary teaching, Ph.Bel.56.12, D.H.Amm.2.1 (pl.), Ph.1.487, Arr.Epict.1.29.23, S.E.M.8.428 (pl.) ; elementary treatise, Εἰ. εἰς τὴν περὶ ἀγαθῶν καὶ κακῶν πραγματείαν, title of work by Chrysippus, cf. Plu.2.43f(pl.), Gal.Libr.Propr.Prooem. IV channel of entrance to a harbour, Str.17.1.18, Peripl.M.Rubr.37. V office of εἰσαγωγεύς II, Hsch.
German (Pape)
[Seite 740] ἡ, die Einführung, Ggstz ἐξαγωγή, Plat. Legg. VIII, 847 d; τῶν εἰσποιητῶν, Einschreibung in die Bürgerlisten, Is. 10, 9. – Bes. Einleitung eines Processes, Plat. Legg. IX, 855 d 871 c, wie vielleicht Is. 4, 12 αἱ εἰς. τῶν κλήρων zu nehmen. – Bei Sp. Einleitung in eine Wissenschaft, z. B. ἡ εἰς. ἡ εἰς τὴν περὶ ἀγαθῶν καὶ κακῶν πραγματείαν, von Chrysipp, Ath. VI, 159 d; übh. wissenschaftliche Abhandlung, Plut. de audit. 7 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσᾰγωγή: ἡ, ἡ ἐγγραφὴ τῶν εἰσποιητῶν εἰς τοὺς καταλόγους τῶν πολιτῶν, Ἰσαῖος 80. 11. 2) εἰσαγωγὴ ἐμπορευμάτων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐξαγωγή, Πλάτ. Νόμ. 847D, Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 11. ΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, τὸ εἰσάγειν ὑποθέσεις εἰς τὸ δικαστήριον, «ἀρχὴ Ἀθήνησι τῶν τὰ ἐγκλήματα εἰσαγόντων» Ἡσύχ., (ἴδε εἰσάγω ΙΙ. 3), Πλάτ. Νόμ. 855D, πρβλ. Ἰσαῖον 47. 32. ΙΙΙ. ἐν τῇ ῥητορικῇ, στοιχειώδης πραγματεία, εἰσαγωγή, Πλούτ. 3. 43F, ἔνθα ἴδε Wyttenb.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 introduction, importation;
2 introduction d’une instance judiciaire;
3 introduction à une science ou à une œuvre, initiation.
Étymologie: εἰσάγω.