εἰδικός: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰδικός''': -ή, -όν, ([[εἶδος]]) [[μερικός]], ὁ κατὰ [[μέρος]], ἀντίθ. τῷ [[γενικός]], Πορφύρ. παρὰ Στοβ. ἐν Ἐκλογ. Φυσ. τ. 1. σ. 822· εἰδ. αἴτιον Πλούτ. 2. 876Ε. ΙΙ. [[ἰδιαίτερος]]: - Ἐπίρρ. -κῶς, ἰδιαιτέρως, Συλλ. Ἐπιγρ. 2222. 15.
|lstext='''εἰδικός''': -ή, -όν, ([[εἶδος]]) [[μερικός]], ὁ κατὰ [[μέρος]], ἀντίθ. τῷ [[γενικός]], Πορφύρ. παρὰ Στοβ. ἐν Ἐκλογ. Φυσ. τ. 1. σ. 822· εἰδ. αἴτιον Πλούτ. 2. 876Ε. ΙΙ. [[ἰδιαίτερος]]: - Ἐπίρρ. -κῶς, ἰδιαιτέρως, Συλλ. Ἐπιγρ. 2222. 15.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />spécifique.<br />'''Étymologie:''' [[εἶδος]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰδικός Medium diacritics: εἰδικός Low diacritics: ειδικός Capitals: ΕΙΔΙΚΟΣ
Transliteration A: eidikós Transliteration B: eidikos Transliteration C: eidikos Beta Code: ei)diko/s

English (LSJ)

ή, όν, (εἶδος)

   A specific, opp. γενικός, ὄνομα D.T.636.14, A.D.Synt.230.11 (Sup.), cf. Porph.Intr.4.16 (Sup.), al.; ἀντίρρησις S.E.M.1.39 (Comp.); ἀρεταί Phld.D.3 Fr.82, cf. Ph.1.140; τὰς γενικὰς καὶ τὰς εἰ. τῶν σημείων παραλλαγάς Phld.Sign.Fr.2; αἰσθήσεις Placit.4.10.1; εἰδικώτατον, τό, = Lat. infima species, Stoic.3.214, cf. Dam.Pr.87. Adv. -κῶς specifically. Stoic.2.77, Dsc.5.75.    II special, opp. general, Phlp.in Mete.4.27 (Comp.). Adv. -κῶς specially, CIG 2222.15 (Chios).    III formal, opp. material, διαφοραί Plot.5.7.1.

German (Pape)

[Seite 723] das εἶδος betreffend, speciell, dem γενικός entgeggstzt, Schol. Ar. Av. 102 u. oft bei Sp. Bei Plut. plac. phil. 1, 3 steht τὸ ποιητικὸν καὶ εἰδικόν dem παθητικὸν καὶ ὑλικόν gegenüber, das Formelle dem Materiellen. – Adv. εἰδικῶς, speciell, Sp., Inscr. 2222.

Greek (Liddell-Scott)

εἰδικός: -ή, -όν, (εἶδος) μερικός, ὁ κατὰ μέρος, ἀντίθ. τῷ γενικός, Πορφύρ. παρὰ Στοβ. ἐν Ἐκλογ. Φυσ. τ. 1. σ. 822· εἰδ. αἴτιον Πλούτ. 2. 876Ε. ΙΙ. ἰδιαίτερος: - Ἐπίρρ. -κῶς, ἰδιαιτέρως, Συλλ. Ἐπιγρ. 2222. 15.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
spécifique.
Étymologie: εἶδος.