ἐκνίζω: Difference between revisions

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκνίζω''': μέλλ. -[[νίψω]], [[ἐκπλύνω]], [[καθαρίζω]], Λατ. eluere, diluere, φόνον φόνῳ, Εὐρ. Ἰ. Τ. 1224· ἐπὶ ἐγκλημάτων ἢ κακουργημάτων, Πλάτ. Ἐπιστ. 352C: - Μέσ. [[ἀποπλύνω]] ἀπ’ ἑμαυτοῦ, [[οὐδέποτε]] ἐκνίψῃ τὰ πεπραγμένα, Λατ. diluere crimina, Δημ. 274. 23· [[ἄγος]] φόνου Παυσ. 3. 17, 7· τὸ θνητὸν Πλούτ. 2. 499C. ΙΙ. ἐντελῶς [[ἐκπλύνω]], [[καθαίρω]], ἐξαγνίζω, Ἀνθ. Π. 14. 74: - Παθ., ἐκνενιμμένη, ἐπὶ κύλικος, Εὔβουλος ἐν «Κυβευταῖς» 1. 5.
|lstext='''ἐκνίζω''': μέλλ. -[[νίψω]], [[ἐκπλύνω]], [[καθαρίζω]], Λατ. eluere, diluere, φόνον φόνῳ, Εὐρ. Ἰ. Τ. 1224· ἐπὶ ἐγκλημάτων ἢ κακουργημάτων, Πλάτ. Ἐπιστ. 352C: - Μέσ. [[ἀποπλύνω]] ἀπ’ ἑμαυτοῦ, [[οὐδέποτε]] ἐκνίψῃ τὰ πεπραγμένα, Λατ. diluere crimina, Δημ. 274. 23· [[ἄγος]] φόνου Παυσ. 3. 17, 7· τὸ θνητὸν Πλούτ. 2. 499C. ΙΙ. ἐντελῶς [[ἐκπλύνω]], [[καθαίρω]], ἐξαγνίζω, Ἀνθ. Π. 14. 74: - Παθ., ἐκνενιμμένη, ἐπὶ κύλικος, Εὔβουλος ἐν «Κυβευταῖς» 1. 5.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἐκνίπτω]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκνίζω Medium diacritics: ἐκνίζω Low diacritics: εκνίζω Capitals: ΕΚΝΙΖΩ
Transliteration A: eknízō Transliteration B: eknizō Transliteration C: eknizo Beta Code: e)kni/zw

English (LSJ)

   A wash out, purge away, φόνον φόνῳ E.IT1224; of crimes, Pl.Ep.352c :—Med., wash off from oneself, οὐδέποτε ἐκνίψει τὰ πεπραγμένα σαυτῷ D.18.140 ; τὰ ἔθη γυναικῶν Ph.1.365 ; ἄγος φόνου Paus. 3.17.7 ; τὸ θνητόν Plu.2.499c.    b ἐκνενιμμένοι τόποι washed away, POxy.1469.6 (iii A.D.).    II wash clean, purify, ψυχήν AP14.74 : metaph., restore to clarity, τὴν αἴσθησιν Aret. CA2.3 :—Pass., ἐκνενιμμένη, of a cup, Eub.56.5 ; ἐκνιφθεὶς ὁ στόμαχος Philum. ap. Aët.9.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκνίζω: μέλλ. -νίψω, ἐκπλύνω, καθαρίζω, Λατ. eluere, diluere, φόνον φόνῳ, Εὐρ. Ἰ. Τ. 1224· ἐπὶ ἐγκλημάτων ἢ κακουργημάτων, Πλάτ. Ἐπιστ. 352C: - Μέσ. ἀποπλύνω ἀπ’ ἑμαυτοῦ, οὐδέποτε ἐκνίψῃ τὰ πεπραγμένα, Λατ. diluere crimina, Δημ. 274. 23· ἄγος φόνου Παυσ. 3. 17, 7· τὸ θνητὸν Πλούτ. 2. 499C. ΙΙ. ἐντελῶς ἐκπλύνω, καθαίρω, ἐξαγνίζω, Ἀνθ. Π. 14. 74: - Παθ., ἐκνενιμμένη, ἐπὶ κύλικος, Εὔβουλος ἐν «Κυβευταῖς» 1. 5.

French (Bailly abrégé)

c. ἐκνίπτω.