ἐκπετάννυμι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπετάννῡμι''': μέλλ. -πετάσω· ‒ ἁπλώνω, ἀνοίγω, ἐπὶ ἱστίου, Εὐρ. Ι. Τ. 1134· ἐπὶ πτερύγων, Ἀνθ. Π. 5. 179, 10· τὰ ὦτα [[ὥσπερ]] [[σκιάδειον]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 1348· ἐπὶ δικτύου, τὸ δὲ [[δίκτυον]] ἐκπεπέτασται Χρησμ. παρ᾿ Ἡροδ. 1. 62· [[στέφος]] ἐξεπέττασε (κατὰ Meineke ἐξεπάττασε, κατὰ δὲ Piers. ἐξεκέδασσε ἐκ τοῦ Ἡσυχ.), τὸ διεσκόρπισεν εἰς τοὺς ἀνέμους, Βίων 1. 88. 2) μεταφ., ἐπὶ κῶμον ἐκπετασθείς, [[ὅλως]] παραδοθεὶς εἰς τὴν εὐθυμίαν, Εὐρ. Κύκλ. 497· πρβλ. [[ἐκπεπταμένως]].
|lstext='''ἐκπετάννῡμι''': μέλλ. -πετάσω· ‒ ἁπλώνω, ἀνοίγω, ἐπὶ ἱστίου, Εὐρ. Ι. Τ. 1134· ἐπὶ πτερύγων, Ἀνθ. Π. 5. 179, 10· τὰ ὦτα [[ὥσπερ]] [[σκιάδειον]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 1348· ἐπὶ δικτύου, τὸ δὲ [[δίκτυον]] ἐκπεπέτασται Χρησμ. παρ᾿ Ἡροδ. 1. 62· [[στέφος]] ἐξεπέττασε (κατὰ Meineke ἐξεπάττασε, κατὰ δὲ Piers. ἐξεκέδασσε ἐκ τοῦ Ἡσυχ.), τὸ διεσκόρπισεν εἰς τοὺς ἀνέμους, Βίων 1. 88. 2) μεταφ., ἐπὶ κῶμον ἐκπετασθείς, [[ὅλως]] παραδοθεὶς εἰς τὴν εὐθυμίαν, Εὐρ. Κύκλ. 497· πρβλ. [[ἐκπεπταμένως]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[ἐκπετάσω]], <i>ao.</i> [[ἐξεπέτασα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐξεπετάσθην, <i>pf.</i> [[ἐκπεπέτασμαι]];<br />déployer (une voile), tendre (un filet).<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πετάννυμι]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπετάννῡμι Medium diacritics: ἐκπετάννυμι Low diacritics: εκπετάννυμι Capitals: ΕΚΠΕΤΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: ekpetánnymi Transliteration B: ekpetannymi Transliteration C: ekpetannymi Beta Code: e)kpeta/nnumi

English (LSJ)

fut. -πετάσω,

   A spread out, of a sail, E.IT1135 (lyr.); πώγωνα Luc.Tim.54; χεῖρας LXX Is.65.2; of wings, AP5.178.10 (Mel.); τὰ ὦτα ἐξεπετάννυτο ὥσπερ σκιάδειον Ar.Eq.1348; of a net, τὸ δὲ δίκτυον ἐκπεπέτασται Orac. ap. Hdt.1.62; στέφος ἐξεπέτασσε scattered it to the winds, Bion 1.88.    2 metaph., ἐπὶ κῶμον ἐκπετασθείς wholly given up to the revel, E.Cyc.497 (lyr.): pf. part. Pass. ἐκπεπταμένος wide open, κοῖλα καὶ ἐ. Hp.VM22; of gaping wounds, Id.Off. 11; ἐ. τοῖς βλεφάροις Ael.NA2.12.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπετάννῡμι: μέλλ. -πετάσω· ‒ ἁπλώνω, ἀνοίγω, ἐπὶ ἱστίου, Εὐρ. Ι. Τ. 1134· ἐπὶ πτερύγων, Ἀνθ. Π. 5. 179, 10· τὰ ὦτα ὥσπερ σκιάδειον Ἀριστοφ. Ἱππ. 1348· ἐπὶ δικτύου, τὸ δὲ δίκτυον ἐκπεπέτασται Χρησμ. παρ᾿ Ἡροδ. 1. 62· στέφος ἐξεπέττασε (κατὰ Meineke ἐξεπάττασε, κατὰ δὲ Piers. ἐξεκέδασσε ἐκ τοῦ Ἡσυχ.), τὸ διεσκόρπισεν εἰς τοὺς ἀνέμους, Βίων 1. 88. 2) μεταφ., ἐπὶ κῶμον ἐκπετασθείς, ὅλως παραδοθεὶς εἰς τὴν εὐθυμίαν, Εὐρ. Κύκλ. 497· πρβλ. ἐκπεπταμένως.

French (Bailly abrégé)

f. ἐκπετάσω, ao. ἐξεπέτασα, pf. inus.
Pass. ao. ἐξεπετάσθην, pf. ἐκπεπέτασμαι;
déployer (une voile), tendre (un filet).
Étymologie: ἐκ, πετάννυμι.