σκιάδειον
English (LSJ)
[ᾰ], τό, (σκιά)
A sunshade, parasol, ἐξεπετάννυτο ὥσπερ σ. καὶ πάλιν ξυνήγετο Ar.Eq.1348, cf. Av.1508,1550, Thphr. HP 9.12.2; as a sign of effeminacy, καθήμενον ὑψηλῶς ὑπὸ σκιαδείῳ Pherecr.64, cf. Eup.445, Stratt.56.
2 a sort of broad-brimmed hat, like θολία, Sch.Theoc.15.38, Hsch. s.v. θολία.
3 carriage with a tilt or carriage with a hood, Phot., Eust.613.43; the tilt itself, LXX Is.66.20.
4 umbel of umbelliferous plants, Dsc.2.139; also, flower-head or similar part of other plants, Id.3.27,49, 4.36,173.
5 perhaps arbour, Str.15.1.21.
6 perhaps Dim. of σκιά, shade, Id.3.4.17.—The Mss. wrongly give σκιάδιον in Pherecr., Thphr., Dsc. Il. cc., Dem.Phal.Fr.5 J., etc.
German (Pape)
[Seite 897] τό, od. σκιάδιον, ein jedes Schattendach, Kuppel, Zelt, Laubdach, Laube, Alles was Schatten giebt; bes. ein Sonnenschirm, der sich zusammenlegen ließ, τὰ δ' ὦτα γάρ σου νὴ Δί' ἐξεπετάννυτο ὥσπερ σκιάδειον καὶ πάλιν ξυνήγετο, Ar. Equ. 1344, wo der Schol. zu vergleichen, der es den Frauen zueignet; καθήμενος ὑπὸ σκιαδείῳ, Phereer. bei Ath. XIII, 612 a; vgl. Poll. 7, 174. 10, 127.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 ombrelle, parasol;
2 p. anal. ombelle des plantes ombellifères.
Étymologie: σκιάς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκιάδειον -ου, το [σκιά] parasol.
Russian (Dvoretsky)
σκιάδειον: (ᾰδ) τό Arph. = σκιαδίσκη.
Greek Monolingual
το / σκιάδιον, ΝΜΑ, και σκιάδι Ν, και σκιάδειον ΜΑ σκιά / σκιάς, -άδος]
1. ομπρέλα, αλεξήλιο
2. πλατύγυρο καπέλο
3. βοτ. είδος βοτρυώδους ταξιανθίας
νεοελλ.
ζωολ. διαφανής ζελατινώδης δίσκος ή ομπρέλα, που αποτελεί το αποστρογγυλωμένο μέρος του σώματος τών μεδουσών
μσν.-αρχ.
είδος άμαξας με σκεπή, με κουκούλα
αρχ.
1. η σκεπή, η κουκούλα της άμαξας («ἐν λαμνήναις ἡμιόνων μετὰ σκιαδίων», ΠΔ)
2. (ως υποκορ. του σκιά) λίγη σκιά («κατασπᾶν τὸ κάλυμμα ὥστε ἐμπετασθὲν σκιάδιον τῷ προσώπῳ παρέχειν», Στράβ.)
3. κληματαριά («ὥστε ἀφ' ἑνὸς δένδρου σκιάδιον γίνεσθαι», Στράβ.).
Greek Monotonic
σκῐάδειον: [ᾰ], τό (σκιά), παραπέτασμα που προστατεύει από το φως του ήλιου, υπόστεγο, ομπρέλα, καπέλο, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
σκιάδειον: [ᾰ], τό, (σκιὰ) ἀνθήλιον, ἀλεξήλιον, ἐξεπετάννυτο ὥσπερ σκ. καὶ πάλιν ξυνήγετο Ἀριστοφ. Ἱππ. 1348, πρβλ. Ὄρν. 1508, 1550· ὡς σημεῖον ἐκθηλύνσεως, καθήμενον ὑψηλῶς ὑπὸ σκιαδείῳ Φερεκρ. ἐν «Ἰπνῷ» 1· ὁ Βάκχος συχν. παρίσταται οὕτως ἐπὶ ἀγγείων, πρβλ. Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 130, Στράττις ἐν Ἀδήλ. 6· (οὕτως, Ἀνακρ. 19, πάϊς Κύκης ... σκιαδίσκην φορεῖ γυναιξὶν αὔτως)· ― πρβλ. σκιάς, σκιαδίσκη. 2) εἶδος πίλου ἔχοντος πλατὺν γῦρον, ἄλλως θολίαν, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 19. 38, Ἡσύχ. 3) ἅμαξα ἔχουσα σκέπην ἢ στέγασμα, Εὐστ. 613. 43, Φώτ. 4) = σκιὰς ΙΙ, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 12, 2, Διοσκ. 3. 58. ― Τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι σκιάδιον παρὰ Φερεκρ., Θεοφρ., κλπ.· ἀλλ’ ὁ τύπος οὗτος τοὐλάχιστον εἶναι μεταγενέστερος, ἴδε Δινδ. εἰς Στεφ. Θησ.
Translations
parasol
Arabic: مَظَلَّة, شَمْسِيَّة; Hijazi Arabic: مَظَلَّة; Armenian: հովանոց; Breton: disheolier; Bulgarian: слънчобран; Burmese: ထီး; Catalan: para-sol, ombrel·la; Chinese Mandarin: 遮陽傘, 遮阳伞, 太陽傘, 太阳伞, 陽傘, 阳伞; Cornish: howllen; Dutch: parasol; Esperanto: sunombrelo; Estonian: päevavari; Farefare: mã'antɩa; Finnish: auringonvarjo; French: ombrelle, parasol; German: Sonnenschirm; Greek: παρασόλ, αλεξήλιο; Ancient Greek: σκιάδειον; Hebrew: שמשייה; Hungarian: napernyő; Ido: parasuno; Indonesian: parasol; Irish: parasól; Italian: parasole; Japanese: 日傘, パラソル; Korean: 양산, 파라솔; Latin: umbella; Latvian: saulessargs; Luxembourgish: Sonneprabbeli; Macedonian: сонцобран; Manx: feayragan, scaa-greiney, scaalan; Ottoman Turkish: شمسیه; Plautdietsch: Sonnenschorm; Polish: parasol; Portuguese: sombrinha; Quechua: achiwa; Romanian: umbrelă de soare, parasol; Russian: зонтик, тент, парасоль, авиационное прикрытие, прикрытие войск с воздуха; Sanskrit: छत्त्र; Scottish Gaelic: sgàilean, grian-sgàilean, fasgadan; Serbo-Croatian Cyrillic: су̏нцобра̄н; Roman: sȕncobrān; Spanish: parasol, sombrilla; Swedish: parasoll; Thai: ร่มกันแดด; Turkish: güneşlik, şemsiye; Ukrainian: парасоль; Volapük: solajelöm; Welsh: parasol, heul-len; White Hmong: kaus