ἑλικοβλέφαρος: Difference between revisions

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑλῐκοβλέφᾰρος''': -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ [[ταχέως]] κινοῦσα τὰ βλέφαρα, ἡ ῥίπτουσα ταχὺ [[βλέμμα]], χαῖρ’ ἑλικοβλέφαρε, περὶ τῆς Ἀφροδίτης, Ὕμν. Ὁμ. 6. 19, Ἡσ. Θ. 16, Πινδ. Ἀποσπ. 88· περὶ τῆς Λήδας, Πινδ. Π. 4. 304· πρβλ. [[ἑλίκωψ]].
|lstext='''ἑλῐκοβλέφᾰρος''': -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ [[ταχέως]] κινοῦσα τὰ βλέφαρα, ἡ ῥίπτουσα ταχὺ [[βλέμμα]], χαῖρ’ ἑλικοβλέφαρε, περὶ τῆς Ἀφροδίτης, Ὕμν. Ὁμ. 6. 19, Ἡσ. Θ. 16, Πινδ. Ἀποσπ. 88· περὶ τῆς Λήδας, Πινδ. Π. 4. 304· πρβλ. [[ἑλίκωψ]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux yeux mobiles <i>ou</i> vifs.<br />'''Étymologie:''' [[ἑλικός]], [[βλέφαρον]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλῐκοβλέφᾰρος Medium diacritics: ἑλικοβλέφαρος Low diacritics: ελικοβλέφαρος Capitals: ΕΛΙΚΟΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: helikoblépharos Transliteration B: helikoblepharos Transliteration C: elikovlefaros Beta Code: e(likoble/faros

English (LSJ)

ον,

   A with ever-moving eyes, quick-glancing, epith. of Aphrodite, h.Hom.6.19, Hes.Th.16, Pi.Fr.123.5; of Alcmene, Id.P.4.172.

German (Pape)

[Seite 797] mit gewundenen, gebogenen, oder (vgl. ἑλίκωψ) mit leicht beweglichen Wimpern, d. i. mit lebhaften Augen; Aphrodite, H. h. 5, 19; Hes. Th. 16; Pind. frg. 88; Leda, P. 4, 172.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλῐκοβλέφᾰρος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ ταχέως κινοῦσα τὰ βλέφαρα, ἡ ῥίπτουσα ταχὺ βλέμμα, χαῖρ’ ἑλικοβλέφαρε, περὶ τῆς Ἀφροδίτης, Ὕμν. Ὁμ. 6. 19, Ἡσ. Θ. 16, Πινδ. Ἀποσπ. 88· περὶ τῆς Λήδας, Πινδ. Π. 4. 304· πρβλ. ἑλίκωψ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux yeux mobiles ou vifs.
Étymologie: ἑλικός, βλέφαρον.