ἐκπτοέω: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπτοέω''': τῷ προηγ., Τζέτζ.: - Παθ. ἐκπλήττομαι, καταλαμβάνομαι ὑπὸ θαυμασμοῦ, Εὐρ. Κύκλ. 185, Πολύβ. 5. 36, 3· τὰς ψυχὰς ἐξεπτόηντο, ἦσαν πολὺ τεθορυβημένοι, Ἡρωδιαν. 5. 4, 1.
|lstext='''ἐκπτοέω''': τῷ προηγ., Τζέτζ.: - Παθ. ἐκπλήττομαι, καταλαμβάνομαι ὑπὸ θαυμασμοῦ, Εὐρ. Κύκλ. 185, Πολύβ. 5. 36, 3· τὰς ψυχὰς ἐξεπτόηντο, ἦσαν πολὺ τεθορυβημένοι, Ἡρωδιαν. 5. 4, 1.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />effrayer ; <i>Pass.</i> être frappé de stupeur, de surprise <i>ou</i> d’admiration.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πτοέω]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπτοέω Medium diacritics: ἐκπτοέω Low diacritics: εκπτοέω Capitals: ΕΚΠΤΟΕΩ
Transliteration A: ekptoéō Transliteration B: ekptoeō Transliteration C: ekptoeo Beta Code: e)kptoe/w

English (LSJ)

   A = ἐκπτήσσω, Tz.H.5.484 :—Pass., to be struck with admiration, E.Cyc.185 ; τὰς ψυχὰς ἐξεπτόηντο were greatly excited, Hdn. 5.4.1.    2 to be scared, Plb.5.36.3,14.5.7. ἔκπτοιος, ον, scared, Phryn.PSp.15B.

German (Pape)

[Seite 777] verstärktes simplex; im pass., heftig erschrecken, sich entsetzen, Eur. Cycl. 185; Pol. 5, 36, 3 u. a. Sp.; auch von freudiger Ueberraschung, τὰς ψυχὰς ἐξεπτόηντο Hdn. 5, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπτοέω: τῷ προηγ., Τζέτζ.: - Παθ. ἐκπλήττομαι, καταλαμβάνομαι ὑπὸ θαυμασμοῦ, Εὐρ. Κύκλ. 185, Πολύβ. 5. 36, 3· τὰς ψυχὰς ἐξεπτόηντο, ἦσαν πολὺ τεθορυβημένοι, Ἡρωδιαν. 5. 4, 1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
effrayer ; Pass. être frappé de stupeur, de surprise ou d’admiration.
Étymologie: ἐκ, πτοέω.