ἔμβιος: Difference between revisions
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔμβιος''': -ον, ὁ ἔχων ζωήν, ζωντανός, [[βιώσιμος]], [[κυρίως]] ἐπὶ δένδρων, [[ἅπερ]] ἀντέχουσιν εἰς τὴν μεταφύτευσιν, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 5· τὸ ἔμβιον, [[ἐπίσης]] ἐπὶ δένδρων, Αἰλ. Π. Ἱστ. 13. 1. ΙΙ. [[ἔμβιος]] [[τιμωρία]], [[τιμωρία]] διὰ βίου, Δίων Κ. 78. 12. | |lstext='''ἔμβιος''': -ον, ὁ ἔχων ζωήν, ζωντανός, [[βιώσιμος]], [[κυρίως]] ἐπὶ δένδρων, [[ἅπερ]] ἀντέχουσιν εἰς τὴν μεταφύτευσιν, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 5· τὸ ἔμβιον, [[ἐπίσης]] ἐπὶ δένδρων, Αἰλ. Π. Ἱστ. 13. 1. ΙΙ. [[ἔμβιος]] [[τιμωρία]], [[τιμωρία]] διὰ βίου, Δίων Κ. 78. 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />vivant ; τὸ ἔμβιον ÉL la vie, le principe de vie.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[βίος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A having life, [Ζηνὸς] ἐργαζομένου ἔμβια τὰ ὑπὸ τῷ αἰθέρι Philostr.Her.2.19; tenacious of life, established, of trees which will bear transplanting, Thphr.CP5.6.5; of cuttings, ib.3.5.3 (Comp.); but εἰ σπέρμα ἔ. γένοιτο if the seed should germinate, ib.5.4.5, cf. Antipho Soph.15; τὸ ἔ. their living and growing, of trees, Ael.VH 13.1. 2 ἡ ἔ. ὑγρότης the moisture necessary to life, Thphr.CP1.1.3; αἷμα ἔ. τῇ γῇ πινόμενον Philostr.Im.1.24. II lasting one's whole life, ἔ. τιμωρία D.C.78.12. III ἔ. γενέσθαι recover consciousness after a swoon, Longus 2.30.
German (Pape)
[Seite 805] 1) am Leben, lebendig; Long. 2, 30; bes. von Pflanzen, die, wenn sie eingepflanzt sind, einschlagen u. gedeihen, Theophr.; vgl. Harpocr. u. B. A. 249. 333; Ael. V. H. 13, 1. – 2) τιμωρία, lebenslängliche Strafe, D. Cass. 78, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμβιος: -ον, ὁ ἔχων ζωήν, ζωντανός, βιώσιμος, κυρίως ἐπὶ δένδρων, ἅπερ ἀντέχουσιν εἰς τὴν μεταφύτευσιν, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 5· τὸ ἔμβιον, ἐπίσης ἐπὶ δένδρων, Αἰλ. Π. Ἱστ. 13. 1. ΙΙ. ἔμβιος τιμωρία, τιμωρία διὰ βίου, Δίων Κ. 78. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
vivant ; τὸ ἔμβιον ÉL la vie, le principe de vie.
Étymologie: ἐν, βίος.