ἐπιγαμέω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιγᾰμέω''': μέλλ. Ἀττ. ὡς ὁ ἐνεστ. -γᾰμῶ, μεταγ. -γαμήσω:-δεύτερον γάμον ποιοῦμαι, [[ἔρχομαι]] εἰς δεύτερον γάμον, οὐ γὰρ ἐπεγάμει πόσει πόσιν Εὐρ. Ὀρ. 589· ἐπ. τὴν μητέρα τῇ θυγατρί, νυμφεύομαι τὴν μητέρα [[μετὰ]] τὴν θυγατέρα, Ἀνδοκ. 16. 46· ἐπ. τέκνοις μητρυιάν, νυμφεύομαι καὶ [[εἰσάγω]] μητρυιὰν εἰς τὰ τέκνα μου, Εὐρ. Ἄλκ. 305, πρβλ. Πλουτ. Κάτωνα Πρεσβύτ. 24· ἡ ἐπιγαμηθεῖσα, ἡ δευτέρα [[σύζυγος]], Διόδ. 16. 93, Πλουτ. Θεμ. 32.
|lstext='''ἐπιγᾰμέω''': μέλλ. Ἀττ. ὡς ὁ ἐνεστ. -γᾰμῶ, μεταγ. -γαμήσω:-δεύτερον γάμον ποιοῦμαι, [[ἔρχομαι]] εἰς δεύτερον γάμον, οὐ γὰρ ἐπεγάμει πόσει πόσιν Εὐρ. Ὀρ. 589· ἐπ. τὴν μητέρα τῇ θυγατρί, νυμφεύομαι τὴν μητέρα [[μετὰ]] τὴν θυγατέρα, Ἀνδοκ. 16. 46· ἐπ. τέκνοις μητρυιάν, νυμφεύομαι καὶ [[εἰσάγω]] μητρυιὰν εἰς τὰ τέκνα μου, Εὐρ. Ἄλκ. 305, πρβλ. Πλουτ. Κάτωνα Πρεσβύτ. 24· ἡ ἐπιγαμηθεῖσα, ἡ δευτέρα [[σύζυγος]], Διόδ. 16. 93, Πλουτ. Θεμ. 32.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> épouser une seconde femme;<br /><b>2</b> donner une belle-mère : τέκνοις EUR, παισί PLUT à ses enfants.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[γαμέω]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιγᾰμέω Medium diacritics: ἐπιγαμέω Low diacritics: επιγαμέω Capitals: ΕΠΙΓΑΜΕΩ
Transliteration A: epigaméō Transliteration B: epigameō Transliteration C: epigameo Beta Code: e)pigame/w

English (LSJ)

   A marry besides, ἐ. πόσει πόσιν wed one husband after another, E.Or.589; τῇ θυγατρὶ ἐ. τὴν μητέρα marry the mother after the daughter, And.1.128; ἐ. τέκνοις μητρυιάν marry and set a stepmother over one's children, E.Alc.305, cf. Plu.Cat.Ma. 24; ἡ ἐπιγαμηθεῖσα γυνή the second wife, D.S.16.93, cf. Plu.Them. 32.

German (Pape)

[Seite 931] (s. γαμέω), dazu, d. i. eine zweite Frau heirathen; ἐκ τῆς ἐπιγαμηθείσης γενόμενος, von der zweiten Frau, Plut. Them. 32; ἐπέγημε τῇ θυγατρὶ τὴν μητέρα, er heirathete außer der Tochter noch die Mutter dazu, Andoc. 1, 128; auch von der Frau, πόσει πόσιν, noch einen zweiten Gatten heirathen, Eur. Or. 589; bes. den Kindern der ersten Ehe eine Stiefmutter durch eine zweite Heirath zubringen, μἠπιγήμῃς τοῖσδε μητρυιὰν τέκνοις Eur. Alc. 305; τοῖς εὐηλίκοις παισί τινα Plut. Cat. mai. 24; Compar. Arist. et Cat. 6; vgl. D. Sic. 16, 93.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγᾰμέω: μέλλ. Ἀττ. ὡς ὁ ἐνεστ. -γᾰμῶ, μεταγ. -γαμήσω:-δεύτερον γάμον ποιοῦμαι, ἔρχομαι εἰς δεύτερον γάμον, οὐ γὰρ ἐπεγάμει πόσει πόσιν Εὐρ. Ὀρ. 589· ἐπ. τὴν μητέρα τῇ θυγατρί, νυμφεύομαι τὴν μητέρα μετὰ τὴν θυγατέρα, Ἀνδοκ. 16. 46· ἐπ. τέκνοις μητρυιάν, νυμφεύομαι καὶ εἰσάγω μητρυιὰν εἰς τὰ τέκνα μου, Εὐρ. Ἄλκ. 305, πρβλ. Πλουτ. Κάτωνα Πρεσβύτ. 24· ἡ ἐπιγαμηθεῖσα, ἡ δευτέρα σύζυγος, Διόδ. 16. 93, Πλουτ. Θεμ. 32.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 épouser une seconde femme;
2 donner une belle-mère : τέκνοις EUR, παισί PLUT à ses enfants.
Étymologie: ἐπί, γαμέω.