ἐξόπλισις: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξόπλισις''': -εως, ἡ, τὸ ἐξοπλίζεσθαι, [[ἐξοπλισμός]], πολλοῦ χρόνου δέονται εἰς ἐξόπλισιν Ξεν. Κύρ. 8. 5, 9, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 19. 48. | |lstext='''ἐξόπλισις''': -εως, ἡ, τὸ ἐξοπλίζεσθαι, [[ἐξοπλισμός]], πολλοῦ χρόνου δέονται εἰς ἐξόπλισιν Ξεν. Κύρ. 8. 5, 9, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 19. 48. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[ἐξοπλισία]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξοπλίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A getting under arms, πολλοῦ χρόνου δέονται εἰς ἐξόπλισιν X.Cyr.8.5.9, cf. Arist.Pr.922b14.
German (Pape)
[Seite 887] ἡ, die Ausrüstung, Bewaffnung, Xen. Cyr. 8, 5, 9 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξόπλισις: -εως, ἡ, τὸ ἐξοπλίζεσθαι, ἐξοπλισμός, πολλοῦ χρόνου δέονται εἰς ἐξόπλισιν Ξεν. Κύρ. 8. 5, 9, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 19. 48.