καταβάδην: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται → but if, as a result, gentle things are said harshly and harsh things gently, the result is unpersuasive
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταβάδην''': βᾰ, Ἐπιρρ., ὡς καταβαίνων, ἔχων τὸν [[πόδα]] [[κάτω]], [[ἀναβάδην]] ποιεῖς ἐξὸν [[καταβάδην]], κάμνεις τὰ ποιήματά σου ἔχων τὸν ἕνα [[πόδα]] ἐπὶ τοῦ ἄλλου ἐνῷ ἠδύνασο νὰ κάμνῃς αὐτὰ ἔχων αὐτὸν [[κάτω]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 411, ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν Ἱππ. π. Ἀέρ. τ. 2. σ. 331, πρβλ. [[ἀναβάδην]]. | |lstext='''καταβάδην''': βᾰ, Ἐπιρρ., ὡς καταβαίνων, ἔχων τὸν [[πόδα]] [[κάτω]], [[ἀναβάδην]] ποιεῖς ἐξὸν [[καταβάδην]], κάμνεις τὰ ποιήματά σου ἔχων τὸν ἕνα [[πόδα]] ἐπὶ τοῦ ἄλλου ἐνῷ ἠδύνασο νὰ κάμνῃς αὐτὰ ἔχων αὐτὸν [[κάτω]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 411, ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν Ἱππ. π. Ἀέρ. τ. 2. σ. 331, πρβλ. [[ἀναβάδην]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />en descendant.<br />'''Étymologie:''' [[καταβαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
[βᾰ], Adv.
A with one's feet down (coined as opp. to ἀναβάδην, q. v.), Ar.Ach.411.
German (Pape)
[Seite 1338] herabsteigend, abwärts, Ggstz von ἀναβάδην, wie Ar. Ach. 385 ἀναβάδην ποιεῖς ἐξὸν καταβάδην.
Greek (Liddell-Scott)
καταβάδην: βᾰ, Ἐπιρρ., ὡς καταβαίνων, ἔχων τὸν πόδα κάτω, ἀναβάδην ποιεῖς ἐξὸν καταβάδην, κάμνεις τὰ ποιήματά σου ἔχων τὸν ἕνα πόδα ἐπὶ τοῦ ἄλλου ἐνῷ ἠδύνασο νὰ κάμνῃς αὐτὰ ἔχων αὐτὸν κάτω, Ἀριστοφ. Ἀχ. 411, ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν Ἱππ. π. Ἀέρ. τ. 2. σ. 331, πρβλ. ἀναβάδην.
French (Bailly abrégé)
adv.
en descendant.
Étymologie: καταβαίνω.