μετατρέχω: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετατρέχω''': μέλλ. -θρέξομαι: ἀόρ. -έδρᾰμον· -[[τρέχω]] ἵνα ἀγάγω τινὰ ἢ νὰ [[φέρω]] τι, βούλει Διοπείθη διαδράμω καὶ τύμπανα; Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Κρόνῳ» 1· [[οὔκουν]] παρ’ Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει (ἀλετρίβανον) ταχύ; δὲν θὰ τρέξῃς [[ταχέως]] νὰ λάβῃς παρὰ τῶν Ἀθηναίων γουδοχέρι; Ἀριστοφ. Εἰρ. 261.
|lstext='''μετατρέχω''': μέλλ. -θρέξομαι: ἀόρ. -έδρᾰμον· -[[τρέχω]] ἵνα ἀγάγω τινὰ ἢ νὰ [[φέρω]] τι, βούλει Διοπείθη διαδράμω καὶ τύμπανα; Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Κρόνῳ» 1· [[οὔκουν]] παρ’ Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει (ἀλετρίβανον) ταχύ; δὲν θὰ τρέξῃς [[ταχέως]] νὰ λάβῃς παρὰ τῶν Ἀθηναίων γουδοχέρι; Ἀριστοφ. Εἰρ. 261.
}}
{{bailly
|btext=courir après, poursuivre.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[τρέχω]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετατρέχω Medium diacritics: μετατρέχω Low diacritics: μετατρέχω Capitals: ΜΕΤΑΤΡΕΧΩ
Transliteration A: metatréchō Transliteration B: metatrechō Transliteration C: metatrecho Beta Code: metatre/xw

English (LSJ)

fut. -θρέξομαι: aor. -έδρᾰμον:—

   A run and fetch, βούλει Διοπείθη μεταδράμω; Phryn.Com.9; οὔκουν παρ' Ἀθηναίων μεταθρέξει; you run and get it from the A., Ar.Pax261; run after, seek, τι Ph.1.576, al.    II change one's abode, πρὸς τὴν ἀνδρωνῖτιν ἑστίαν ib.365.

German (Pape)

[Seite 155] (s. τρέχω), nachlaufen, um Etwas zu holen; παρ' Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει ταχύ, Ar. Pax 261, hole es schnell von den Athenern; Phryn. com. bei Schol. Ar. Av. 989.

Greek (Liddell-Scott)

μετατρέχω: μέλλ. -θρέξομαι: ἀόρ. -έδρᾰμον· -τρέχω ἵνα ἀγάγω τινὰ ἢ νὰ φέρω τι, βούλει Διοπείθη διαδράμω καὶ τύμπανα; Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Κρόνῳ» 1· οὔκουν παρ’ Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει (ἀλετρίβανον) ταχύ; δὲν θὰ τρέξῃς ταχέως νὰ λάβῃς παρὰ τῶν Ἀθηναίων γουδοχέρι; Ἀριστοφ. Εἰρ. 261.

French (Bailly abrégé)

courir après, poursuivre.
Étymologie: μετά, τρέχω.