νομιστέος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht

Menander, Monostichoi, 299
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νομιστέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[νομίζω]], ὃν δεῖ νομίζειν, κτλ., Πλάτ. Πολ. 608Β. ΙΙ. νομιστέον, δεῖ νομίζειν, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 230D, κτλ.
|lstext='''νομιστέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[νομίζω]], ὃν δεῖ νομίζειν, κτλ., Πλάτ. Πολ. 608Β. ΙΙ. νομιστέον, δεῖ νομίζειν, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 230D, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[νομίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομιστέος Medium diacritics: νομιστέος Low diacritics: νομιστέος Capitals: ΝΟΜΙΣΤΕΟΣ
Transliteration A: nomistéos Transliteration B: nomisteos Transliteration C: nomisteos Beta Code: nomiste/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be enacted (νομίζω 1.2), Pl.R.608b.    II νομιστέον, one must account, deem, Id.Sph.230d, Men.550, LXXEp.Je. 40, Porph.Abst.1.12, etc.

Greek (Liddell-Scott)

νομιστέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ νομίζω, ὃν δεῖ νομίζειν, κτλ., Πλάτ. Πολ. 608Β. ΙΙ. νομιστέον, δεῖ νομίζειν, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 230D, κτλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de νομίζω.