ἐμβολεύς: Difference between revisions
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμβολεύς''': έως, ὁ, ([[ἐμβάλλω]]) πᾶν ὅ,τι ἐμβάλλεται εἴς τι, [[πάσσαλος]], ἔμβολον, Ἥρων Πνευμ. 180, Ἡσύχ. ἐν λέξει κίουρος· [[ξύλον]] δι’ οὗ ἀνοίγονται ὀπαὶ εἰς τὸ [[ἔδαφος]] πρὸς φύτευσιν, [[φυτευτήριον]], Ἀνθ. Π. 6. 21. | |lstext='''ἐμβολεύς''': έως, ὁ, ([[ἐμβάλλω]]) πᾶν ὅ,τι ἐμβάλλεται εἴς τι, [[πάσσαλος]], ἔμβολον, Ἥρων Πνευμ. 180, Ἡσύχ. ἐν λέξει κίουρος· [[ξύλον]] δι’ οὗ ἀνοίγονται ὀπαὶ εἰς τὸ [[ἔδαφος]] πρὸς φύτευσιν, [[φυτευτήριον]], Ἀνθ. Π. 6. 21. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έως (ὁ) :<br />ce qu’on enfonce <i>ou</i> ce qui sert à enfoncer :<br /><b>1</b> plantoir;<br /><b>2</b> pieu, cheville;<br /><b>3</b> forme, gabarit, mandrin.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβάλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,
A anything put in: piston, Hero Spir.1.28, cf. Hsch.s.v. κίουρος; peg, Anthem.pp.151,152 W.; dibble or stick for setting plants, AP6.21.6. II model (usu. wooden) for metal fittings or stone-work, Ph.Bel.70.13, Hero Bel.96.5.
German (Pape)
[Seite 806] ὁ, Alles, was hineingesteckt wird, Pflock, Pfropf, Sp.; κράμβης ἐμβ., = πάσσαλος, Ep. ad. 176 (VI, 21), das Holz, mit welchem beim Kohlpflanzen Löcher in die Erde gemacht werden.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβολεύς: έως, ὁ, (ἐμβάλλω) πᾶν ὅ,τι ἐμβάλλεται εἴς τι, πάσσαλος, ἔμβολον, Ἥρων Πνευμ. 180, Ἡσύχ. ἐν λέξει κίουρος· ξύλον δι’ οὗ ἀνοίγονται ὀπαὶ εἰς τὸ ἔδαφος πρὸς φύτευσιν, φυτευτήριον, Ἀνθ. Π. 6. 21.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
ce qu’on enfonce ou ce qui sert à enfoncer :
1 plantoir;
2 pieu, cheville;
3 forme, gabarit, mandrin.
Étymologie: ἐμβάλλω.