ἐνετή: Difference between revisions
From LSJ
οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνετή''': ἡ, ([[ἐνετός]]) = [[περόνη]], «καρφίτσα», χρυσείῃς δ’ ἐνετῇσι κατὰ [[στῆθος]] περονᾶτο Ἰλ. Ξ. 180, Καλλ. Ἀποσπ. 149. Ὁ Ἡσύχ. προπαροξύνει τὴν λέξιν: «ἐνέτῃσι· περόναις, ἀπὸ τοῦ ἐνίεσθαι, ἢ πόρπαις». | |lstext='''ἐνετή''': ἡ, ([[ἐνετός]]) = [[περόνη]], «καρφίτσα», χρυσείῃς δ’ ἐνετῇσι κατὰ [[στῆθος]] περονᾶτο Ἰλ. Ξ. 180, Καλλ. Ἀποσπ. 149. Ὁ Ἡσύχ. προπαροξύνει τὴν λέξιν: «ἐνέτῃσι· περόναις, ἀπὸ τοῦ ἐνίεσθαι, ἢ πόρπαις». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />agrafe.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνετός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (ἐνετός)
A = περόνη, pin, brooch, Il.14.180, Call.Fr.149, Mus.Belg.16.71 (Attica, ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 839] ἡ, (das Eingesteckte), die Nadel, Spange; Il. 14, 180; Callim. tr. 149. Vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 313.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνετή: ἡ, (ἐνετός) = περόνη, «καρφίτσα», χρυσείῃς δ’ ἐνετῇσι κατὰ στῆθος περονᾶτο Ἰλ. Ξ. 180, Καλλ. Ἀποσπ. 149. Ὁ Ἡσύχ. προπαροξύνει τὴν λέξιν: «ἐνέτῃσι· περόναις, ἀπὸ τοῦ ἐνίεσθαι, ἢ πόρπαις».
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
agrafe.
Étymologie: ἐνετός.