ἐνηδύνω: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνηδύνω''': [[ἡδύνω]], εὐχαριστῶ, [[τέρπω]] τὰς ἀκοάς, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 3. - Παθ., τῇ θείᾳ θεωρίᾳ ἐνηδυνόμενός τε καὶ εὐφραινόμενος Γρηγ. Ναζ. | |lstext='''ἐνηδύνω''': [[ἡδύνω]], εὐχαριστῶ, [[τέρπω]] τὰς ἀκοάς, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 3. - Παθ., τῇ θείᾳ θεωρίᾳ ἐνηδυνόμενός τε καὶ εὐφραινόμενος Γρηγ. Ναζ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=charmer, acc. .<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἡδύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
A cheer, gratify, τὰς ἀκοάς Ps.-Luc.Philopatr.3.
German (Pape)
[Seite 840] darin, dabei erheitern, ἡ μελῳδία τῶν ἀρνῶν τὰς ἀκοάς Luc. Philopat. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνηδύνω: ἡδύνω, εὐχαριστῶ, τέρπω τὰς ἀκοάς, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 3. - Παθ., τῇ θείᾳ θεωρίᾳ ἐνηδυνόμενός τε καὶ εὐφραινόμενος Γρηγ. Ναζ.