ἐξίσωσις: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξίσωσις''': -εως, ἡ, τὸ καθιστᾶν τι ἴσον πρὸς [[ἄλλο]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3546. 18, Πλουτ. Σόλων 18, κλ. 2) ὁ κατ’ ἀναλογίαν [[προσδιορισμός]], [[ἐκτίμησις]], Βασίλ. IV. 324Α, Ἰουστινι. Κῶδ. 1. 4, 26, § α΄.
|lstext='''ἐξίσωσις''': -εως, ἡ, τὸ καθιστᾶν τι ἴσον πρὸς [[ἄλλο]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3546. 18, Πλουτ. Σόλων 18, κλ. 2) ὁ κατ’ ἀναλογίαν [[προσδιορισμός]], [[ἐκτίμησις]], Βασίλ. IV. 324Α, Ἰουστινι. Κῶδ. 1. 4, 26, § α΄.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’égaliser.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξισόω]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξίσωσις Medium diacritics: ἐξίσωσις Low diacritics: εξίσωσις Capitals: ΕΞΙΣΩΣΙΣ
Transliteration A: exísōsis Transliteration B: exisōsis Transliteration C: eksisosis Beta Code: e)ci/swsis

English (LSJ)

[ῐ], εως, ἡ,

   A equalization, CIG3546.18 (Pergam.); κτημάτων Plu.Cleom.18; πρός τι Id.2.1078a, cf. Aq.Za.4.7.    2 = Lat.peraequatio, Cod.Just.10.16.13 Intr.    II filling up, levelling of hollow ulcers, Sor.1.122.

German (Pape)

[Seite 884] ἡ, Ausgleichung, Plut. Sol. 18 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξίσωσις: -εως, ἡ, τὸ καθιστᾶν τι ἴσον πρὸς ἄλλο, Συλλ. Ἐπιγρ. 3546. 18, Πλουτ. Σόλων 18, κλ. 2) ὁ κατ’ ἀναλογίαν προσδιορισμός, ἐκτίμησις, Βασίλ. IV. 324Α, Ἰουστινι. Κῶδ. 1. 4, 26, § α΄.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’égaliser.
Étymologie: ἐξισόω.