ἐξάνειμι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → there is no possession lovelier than a friend

Source
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξάνειμι''': [[μεταβαίνω]] ἔκ τινος μέρους εἰς [[ἄλλο]], στόλον ἀνδρῶν Ἑλλάδος ἐξανιόντα [[μετὰ]] πτόλιν Αἰήταο Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 459· ἠελίου... [[αἴγλη]] ὕδατος ἐξανιοῦσα, ἀντανακλωμένη ἐκ τοῦ ὕδατος, ὁ αὐτ. Γ. 757· οὐρανοῦ ἐξανιόντα (οὐρανὸν εἰσανιόντα Meineke), ἀναβαίνοντα εἰς τὸν οὐρανόν, ἐπὶ ἀστέρων, Θεόκρ. 22. 8. ΙΙ. [[ἐπανέρχομαι]] ἔκ τινος, ἄγρης ἐπανιὼν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Πᾶνα 15.
|lstext='''ἐξάνειμι''': [[μεταβαίνω]] ἔκ τινος μέρους εἰς [[ἄλλο]], στόλον ἀνδρῶν Ἑλλάδος ἐξανιόντα [[μετὰ]] πτόλιν Αἰήταο Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 459· ἠελίου... [[αἴγλη]] ὕδατος ἐξανιοῦσα, ἀντανακλωμένη ἐκ τοῦ ὕδατος, ὁ αὐτ. Γ. 757· οὐρανοῦ ἐξανιόντα (οὐρανὸν εἰσανιόντα Meineke), ἀναβαίνοντα εἰς τὸν οὐρανόν, ἐπὶ ἀστέρων, Θεόκρ. 22. 8. ΙΙ. [[ἐπανέρχομαι]] ἔκ τινος, ἄγρης ἐπανιὼν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Πᾶνα 15.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> se lever et sortir de, venir de, gén.;<br /><b>2</b> revenir de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἄνειμι]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάνειμι Medium diacritics: ἐξάνειμι Low diacritics: εξάνειμι Capitals: ΕΞΑΝΕΙΜΙ
Transliteration A: exáneimi Transliteration B: exaneimi Transliteration C: eksaneimi Beta Code: e)ca/neimi

English (LSJ)

   A go forth from, Ἑλλάδος A. R.2.459; αἴγλη ὕδατος ἐξανιοῦσα being reflected from .., Id.3.757; ἐ. οὐρανοῦ go up the sky, of stars, Theoc.22.8 codd.    II come back from, ἄγρης h.Pan.15.

German (Pape)

[Seite 869] (s. εἶμι), heraus- u. herausgehen; οὐρανοῦ, am Himmel aufgehen, Theocr. 22, 8; Ap. Rh. 2, 459; αἴγλη ὕδατος ἐξανιοῦσα, zurückstrahlend aus, 3, 737; ἄγρης ἐξανιών, von der Jagd zurückkehrend, H. h. Pan. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάνειμι: μεταβαίνω ἔκ τινος μέρους εἰς ἄλλο, στόλον ἀνδρῶν Ἑλλάδος ἐξανιόντα μετὰ πτόλιν Αἰήταο Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 459· ἠελίου... αἴγλη ὕδατος ἐξανιοῦσα, ἀντανακλωμένη ἐκ τοῦ ὕδατος, ὁ αὐτ. Γ. 757· οὐρανοῦ ἐξανιόντα (οὐρανὸν εἰσανιόντα Meineke), ἀναβαίνοντα εἰς τὸν οὐρανόν, ἐπὶ ἀστέρων, Θεόκρ. 22. 8. ΙΙ. ἐπανέρχομαι ἔκ τινος, ἄγρης ἐπανιὼν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Πᾶνα 15.

French (Bailly abrégé)

1 se lever et sortir de, venir de, gén.;
2 revenir de.
Étymologie: ἐξ, ἄνειμι.