ἐπίτακτος: Difference between revisions
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίτακτος''': -ον, ἐπιβεβλημένος, προγεγραμμένος, ὡρισμένος, [[μέτρον]] Πινδ. Π. 4. 421, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 120. ΙΙ. παρατεταγμένος [[ὄπισθεν]], οἱ ἐπίτακτοι, ἡ [[ἐφεδρεία]] στρατοῦ, Θουκ. 6. 67· ἐπ. [[σπεῖρα]] Πλουτ. Σύλλ. 17. | |lstext='''ἐπίτακτος''': -ον, ἐπιβεβλημένος, προγεγραμμένος, ὡρισμένος, [[μέτρον]] Πινδ. Π. 4. 421, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 120. ΙΙ. παρατεταγμένος [[ὄπισθεν]], οἱ ἐπίτακτοι, ἡ [[ἐφεδρεία]] στρατοῦ, Θουκ. 6. 67· ἐπ. [[σπεῖρα]] Πλουτ. Σύλλ. 17. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />rangé en arrière de manière à former une réserve ; [[οἱ]] ἐπίτακτοι THC corps de réserve.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτάσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A enjoined, prescribed, μέτρον Pi.P.4.236 ; of the labours of Heracles, Call.Fr.7.38 P. 2 ἐπίτακτα, τά, injunctions, orders, IG5(1).1432 (Messene, i B.C./i A.D.). II drawn up behind, οἱ ἐ. the reserve of an army, Th.6.67 ; ἐ. σπεῖραι Plu.Sull.17.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίτακτος: -ον, ἐπιβεβλημένος, προγεγραμμένος, ὡρισμένος, μέτρον Πινδ. Π. 4. 421, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 120. ΙΙ. παρατεταγμένος ὄπισθεν, οἱ ἐπίτακτοι, ἡ ἐφεδρεία στρατοῦ, Θουκ. 6. 67· ἐπ. σπεῖρα Πλουτ. Σύλλ. 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
rangé en arrière de manière à former une réserve ; οἱ ἐπίτακτοι THC corps de réserve.
Étymologie: ἐπιτάσσω.