εὔθυνος: Difference between revisions
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔθυνος''': -ον, ὁ εὐθύνων, διορθῶν, τιμωρῶν, [[δικαστής]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 828, Εὐμ. 273· πρβλ. [[εὐθυντήρ]]. II. «[[ὄνομα]] ἀρχῆς παρ’ Ἀθηναίοις, [[δέκα]] δὲ τὸν ἀριθμὸν ἦσαν ἄνδρες, παρ’ οἷς ἐδίδοσαν οἱ πρεσβεύσαντες ἢ ἄρξαντες ἢ διοικήσαντές τι τῶν δημοσίων τὰς εὐθύνας, διείλεκται περὶ αὐτῶν Ἀριστοτέλης ἐν τῇ Ἀθηναίων Πολιτείᾳ» (Ἁρποκρ.), κληροῦσι δὲ καὶ εὐθύνους ἕνα τῆς φυλῆς ἑκάστης καὶ παρέδρους δύο ἑκάστῳ τῶν εὐθύνων Ἀριστοτέλ. Ἀθην. Πολ. σ. 69. 10 (ἔκδ. Blass), [[νόμος]] παρ’ Ἀνδοκ. 10. 39, Πλάτ. Νόμ. 945A κἑξ., Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 16· ἴδε Böckh Ρ. Ε. 1. 254 κἑξ.· - ὅτι δὲ ἡ τῶν λογιστῶν ἀρχὴ ἦτο [[διάφορος]] τῆς τῶν εὐθύνων ἴδε Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. 69. 8 (ἔκδ. Blass). Ἴδε καὶ Λεξ. Ἑλλ. Ἀρχαιοτ. Σμὶθ μετάφρ. Σ. Τσιβανοπούλου) σ. 366. - Ἴδε Κόντου Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 132. | |lstext='''εὔθυνος''': -ον, ὁ εὐθύνων, διορθῶν, τιμωρῶν, [[δικαστής]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 828, Εὐμ. 273· πρβλ. [[εὐθυντήρ]]. II. «[[ὄνομα]] ἀρχῆς παρ’ Ἀθηναίοις, [[δέκα]] δὲ τὸν ἀριθμὸν ἦσαν ἄνδρες, παρ’ οἷς ἐδίδοσαν οἱ πρεσβεύσαντες ἢ ἄρξαντες ἢ διοικήσαντές τι τῶν δημοσίων τὰς εὐθύνας, διείλεκται περὶ αὐτῶν Ἀριστοτέλης ἐν τῇ Ἀθηναίων Πολιτείᾳ» (Ἁρποκρ.), κληροῦσι δὲ καὶ εὐθύνους ἕνα τῆς φυλῆς ἑκάστης καὶ παρέδρους δύο ἑκάστῳ τῶν εὐθύνων Ἀριστοτέλ. Ἀθην. Πολ. σ. 69. 10 (ἔκδ. Blass), [[νόμος]] παρ’ Ἀνδοκ. 10. 39, Πλάτ. Νόμ. 945A κἑξ., Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 16· ἴδε Böckh Ρ. Ε. 1. 254 κἑξ.· - ὅτι δὲ ἡ τῶν λογιστῶν ἀρχὴ ἦτο [[διάφορος]] τῆς τῶν εὐθύνων ἴδε Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. 69. 8 (ἔκδ. Blass). Ἴδε καὶ Λεξ. Ἑλλ. Ἀρχαιοτ. Σμὶθ μετάφρ. Σ. Τσιβανοπούλου) σ. 366. - Ἴδε Κόντου Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 132. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />juge.<br />'''Étymologie:''' [[εὐθύνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A corrector, chastiser, judge, A.Pers.828, Eu.273 (lyr.). II at Athens and elsewhere, public examiner (cf. εὔθυνα), IG12.188, Decr. ap. And.1.78, Pl.Lg.945a sq., Arist.Pol.1322b11, Ath.48.4, SIG 38.3(Teos, VB.C.); official of a guild, Supp.Epigr.2.458 (Moesia, ii/iii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1071] ὁ, der Untersucher, der Richter. εὔθυνος βαρύς Aesch. Pers. 814, vgl. Eum. 263. Bes. in Athen die Behörde, welche von den Beamten, nachdem sie ihr Amt niedergelegt hatten, die Rechenschaft (vgl. εὔθυνα) abnahm, Andoc. 1, 78, im Gesetz; Plat. Legg. XII, 945 a ff.; Arist. Pol. 6. 3.; Vgl, λογιστής, Böckh, s Staatsh. I S. 205 f.; Hermann's Gr. Staatsalterth. §. 154.
Greek (Liddell-Scott)
εὔθυνος: -ον, ὁ εὐθύνων, διορθῶν, τιμωρῶν, δικαστής, Αἰσχύλ. Πέρσ. 828, Εὐμ. 273· πρβλ. εὐθυντήρ. II. «ὄνομα ἀρχῆς παρ’ Ἀθηναίοις, δέκα δὲ τὸν ἀριθμὸν ἦσαν ἄνδρες, παρ’ οἷς ἐδίδοσαν οἱ πρεσβεύσαντες ἢ ἄρξαντες ἢ διοικήσαντές τι τῶν δημοσίων τὰς εὐθύνας, διείλεκται περὶ αὐτῶν Ἀριστοτέλης ἐν τῇ Ἀθηναίων Πολιτείᾳ» (Ἁρποκρ.), κληροῦσι δὲ καὶ εὐθύνους ἕνα τῆς φυλῆς ἑκάστης καὶ παρέδρους δύο ἑκάστῳ τῶν εὐθύνων Ἀριστοτέλ. Ἀθην. Πολ. σ. 69. 10 (ἔκδ. Blass), νόμος παρ’ Ἀνδοκ. 10. 39, Πλάτ. Νόμ. 945A κἑξ., Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 16· ἴδε Böckh Ρ. Ε. 1. 254 κἑξ.· - ὅτι δὲ ἡ τῶν λογιστῶν ἀρχὴ ἦτο διάφορος τῆς τῶν εὐθύνων ἴδε Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. 69. 8 (ἔκδ. Blass). Ἴδε καὶ Λεξ. Ἑλλ. Ἀρχαιοτ. Σμὶθ μετάφρ. Σ. Τσιβανοπούλου) σ. 366. - Ἴδε Κόντου Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 132.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
juge.
Étymologie: εὐθύνω.