εὐδίαιος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐδίαιος''': ἢ -ιαῖος, ὁ ὀπὴ ἐν τῷ πλοίῳ πρὸς ἐκροὴν τοῦ ἐν τῷ πυθμένι ἀθροιζομένου ῥυπαροῦ τῆς «σεντίνας» ὕδατος, Πλουτ. 2. 699F, πρβλ. [[Πολυδ]]. Α΄, 92, Ἡσύχ., «[[τρῆμα]] τῆς νεὼς δι᾿ οὗ ἡ [[ἀντλία]] ἐκρεῖ» Σουΐδ., πρβλ. χείμαρρος. ΙΙ. εὐδίαιον, τό, τὸ [[ἄκρον]] σωλῆνος κλυστηρίου, κτλ., παρὰ Φήστῳ, [[εὔδιον]] ἐν [[Πολυδ]]. Δ΄, 181.
|lstext='''εὐδίαιος''': ἢ -ιαῖος, ὁ ὀπὴ ἐν τῷ πλοίῳ πρὸς ἐκροὴν τοῦ ἐν τῷ πυθμένι ἀθροιζομένου ῥυπαροῦ τῆς «σεντίνας» ὕδατος, Πλουτ. 2. 699F, πρβλ. [[Πολυδ]]. Α΄, 92, Ἡσύχ., «[[τρῆμα]] τῆς νεὼς δι᾿ οὗ ἡ [[ἀντλία]] ἐκρεῖ» Σουΐδ., πρβλ. χείμαρρος. ΙΙ. εὐδίαιον, τό, τὸ [[ἄκρον]] σωλῆνος κλυστηρίου, κτλ., παρὰ Φήστῳ, [[εὔδιον]] ἐν [[Πολυδ]]. Δ΄, 181.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[εὐδιαῖος]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδίαιος Medium diacritics: εὐδίαιος Low diacritics: ευδίαιος Capitals: ΕΥΔΙΑΙΟΣ
Transliteration A: eudíaios Transliteration B: eudiaios Transliteration C: evdiaios Beta Code: eu)di/aios

English (LSJ)

or ῐαῖος, ὁ,

   A hole in a ship, for letting off the bilge-water, Plu.2.699f, Poll.1.92, Hsch., Suid.    II εὐδίαιον, τό, the end of a clyster-pipe, Paul. ex Fest.p.69 L.; εὔδιον Poll.4.181.    2 = γυναικεῖον μόριον, Hsch.    3 = πρωκτός, Id.    III as Adj., εὐδιαῖος, α, ον, caught in fair weather, τριγόλας Sophr.67.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδίαιος: ἢ -ιαῖος, ὁ ὀπὴ ἐν τῷ πλοίῳ πρὸς ἐκροὴν τοῦ ἐν τῷ πυθμένι ἀθροιζομένου ῥυπαροῦ τῆς «σεντίνας» ὕδατος, Πλουτ. 2. 699F, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 92, Ἡσύχ., «τρῆμα τῆς νεὼς δι᾿ οὗ ἡ ἀντλία ἐκρεῖ» Σουΐδ., πρβλ. χείμαρρος. ΙΙ. εὐδίαιον, τό, τὸ ἄκρον σωλῆνος κλυστηρίου, κτλ., παρὰ Φήστῳ, εὔδιον ἐν Πολυδ. Δ΄, 181.

French (Bailly abrégé)

c. εὐδιαῖος.