εὐμήκης: Difference between revisions
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐμήκης''': Δωρ. [[εὐμάκης]] ᾱ, ες, ([[μῆκος]]), ἔχων καλὸν [[μῆκος]], [[ὑψηλός]], Πλάτ. Παρμ. 127Β, Θεόκρ. 14. 25. - Συγκρ. -έστερος, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 11· Ὑπερθ., Στράβ. 222. 3) [[καθόλου]], [[μέγας]], τύχαι Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 596· [[μῆκος]] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 10. 11. | |lstext='''εὐμήκης''': Δωρ. [[εὐμάκης]] ᾱ, ες, ([[μῆκος]]), ἔχων καλὸν [[μῆκος]], [[ὑψηλός]], Πλάτ. Παρμ. 127Β, Θεόκρ. 14. 25. - Συγκρ. -έστερος, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 11· Ὑπερθ., Στράβ. 222. 3) [[καθόλου]], [[μέγας]], τύχαι Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 596· [[μῆκος]] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 10. 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />d’une bonne longueur, <i>càd</i> grand <i>ou</i> gros.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μῆκος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. εὐμάκης [ᾱ], ες, (μῆκος)
A tall, Pl.Prm.127b, Thphr. HP3.9.2, Theoc.14.25; long, ξυστοί Jul.Or.2.60a: Comp. -έστερος Arist.PA696a17: Sup.-έστατος PPetr.2p.14 (iii B.C.), Str.5.2.5. 2 considerable, great, τύχαι E.IA595 (anap.). 3 εὔμηκες, τό, kind of balsam, Plin.HN12.114.
German (Pape)
[Seite 1081] ες, von ansehnlicher Länge, groß u. schlank; von Menschen, Plat. Parmen. 127 b, wie Rufin. 19 (V, 76); Alciphr. 3, 67; τρίχες Xen. Equ. 5, 16; Folgde, ὀφιώδη καὶ εὐμηκέστερα Arist. part. an. 7, 13; – übertr., τύχαι, großes Glück, Eur. I. A. 596.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμήκης: Δωρ. εὐμάκης ᾱ, ες, (μῆκος), ἔχων καλὸν μῆκος, ὑψηλός, Πλάτ. Παρμ. 127Β, Θεόκρ. 14. 25. - Συγκρ. -έστερος, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 11· Ὑπερθ., Στράβ. 222. 3) καθόλου, μέγας, τύχαι Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 596· μῆκος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 10. 11.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
d’une bonne longueur, càd grand ou gros.
Étymologie: εὖ, μῆκος.