ἠρέμησις: Difference between revisions
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἠρέμησις''': -εως, ἡ, [[ἡσυχία]], [[ἀκινησία]], ἀντίθ. [[κίνησις]], Ἀριστ. Φυσ. 8. 1, 7 κ. ἀλλ. 2) καθησύχασις, [[καταπράϋνσις]], Τίμ. Λοκρ. 104Β· τῆς ὀργῆς Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 2, πρβλ. π. Ψυχ. 1. 3, 21. | |lstext='''ἠρέμησις''': -εως, ἡ, [[ἡσυχία]], [[ἀκινησία]], ἀντίθ. [[κίνησις]], Ἀριστ. Φυσ. 8. 1, 7 κ. ἀλλ. 2) καθησύχασις, [[καταπράϋνσις]], Τίμ. Λοκρ. 104Β· τῆς ὀργῆς Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 2, πρβλ. π. Ψυχ. 1. 3, 21. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[ἠρεμία]] (<i>au propr. et au fig.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἠρεμέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
hyperdor. ἀρέμησις, εως, ἡ, Ti.Locr.104b:—
A rest, opp. κίνησις, Arist.Ph.251a26, al.; ἡ νόησις ἔοικεν -ήσει μᾶλλον ἢ κινήσει Id.de An.407a32; ἐν ἀρεμήσει, of ἐπιθυμία, Ti.Locr.l.c.
German (Pape)
[Seite 1175] ἡ, das Ruhig-, Gelassensein, die Ruhe; ἐπιθυμίαν ἐν ἀρεμήσει εἶμεν Tim. Locr. 104 b; neben πράϋνσις u. κατάστασις ὀργῆς, im Ggstz von κίνησις, Arist. rhet. 2, 3, vgl. de anim. 1, 3, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἠρέμησις: -εως, ἡ, ἡσυχία, ἀκινησία, ἀντίθ. κίνησις, Ἀριστ. Φυσ. 8. 1, 7 κ. ἀλλ. 2) καθησύχασις, καταπράϋνσις, Τίμ. Λοκρ. 104Β· τῆς ὀργῆς Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 2, πρβλ. π. Ψυχ. 1. 3, 21.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
c. ἠρεμία (au propr. et au fig.).
Étymologie: ἠρεμέω.