ἡλιάζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡλιάζω''': ψήνω εἰς τὸν ἥλιον, μάζας Στράβ. 773. - Παθ., «’[[λιάζομαι]]», θερμαίνομαι ἐν τῷ ἡλίῳ, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 5, 7∙ κρέμαμαι, ὡς τὸ [[ἐξηλιάζω]], καὶ ἔθαψαν τὰ ὀστᾶ τῶν ἡλιασθέντων ἐν γῇ Βενιαμὶν Ἐβδ. (Β΄ Σαμ. κα΄, 14).
|lstext='''ἡλιάζω''': ψήνω εἰς τὸν ἥλιον, μάζας Στράβ. 773. - Παθ., «’[[λιάζομαι]]», θερμαίνομαι ἐν τῷ ἡλίῳ, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 5, 7∙ κρέμαμαι, ὡς τὸ [[ἐξηλιάζω]], καὶ ἔθαψαν τὰ ὀστᾶ τῶν ἡλιασθέντων ἐν γῇ Βενιαμὶν Ἐβδ. (Β΄ Σαμ. κα΄, 14).
}}
{{bailly
|btext=faire cuire au soleil;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἡλιάζομαι]] se chauffer au soleil.<br />'''Étymologie:''' [[ἥλιος]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλιάζω Medium diacritics: ἡλιάζω Low diacritics: ηλιάζω Capitals: ΗΛΙΑΖΩ
Transliteration A: hēliázō Transliteration B: hēliazō Transliteration C: iliazo Beta Code: h(lia/zw

English (LSJ)

   A bake in the sun, [μάζας] Str.16.4.13, cf. Dieuch. ap. Orib.4.8.1:—Pass., bask in the sun, Arist.HA611b14; ferment, -άζεται ἡ β ληνός BGU1551.1,10 (iii B.C.); πολλάκις ὁ οἶνος -αζόμενος τελειοῦται τῇ κράσει καὶ τῇ δυνάμει Anon.Incred.17.    II Pass.,= ἐξηλιάζομαι, LXX 2 Ki.21.14.

German (Pape)

[Seite 1160] 1) sonnen, im med. sich sonnen, Arist. H. A. 9, 5. – 2) ein Richter in der ἡλιαία sein, Heliast sein, ἡλιάζεις in dor. Form, Ar. Lys. 380; sonst im med., πεντώβολον (für 5 Obolen) ἡλιάσασθαι Equ. 795; mit einem Wortspiele Vesp. 772 ἢν ἐξέχῃ εἵλη, κατ' ὄρθρον ἡλιάσει πρὸς ἥλιον. Auch im Gesetz bei Dem. 24, 50, ἐάν τις όφείλων τῷ δημοσίῳ ἡλιάζηται, u. Lys. bei Harpocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιάζω: ψήνω εἰς τὸν ἥλιον, μάζας Στράβ. 773. - Παθ., «’λιάζομαι», θερμαίνομαι ἐν τῷ ἡλίῳ, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 5, 7∙ κρέμαμαι, ὡς τὸ ἐξηλιάζω, καὶ ἔθαψαν τὰ ὀστᾶ τῶν ἡλιασθέντων ἐν γῇ Βενιαμὶν Ἐβδ. (Β΄ Σαμ. κα΄, 14).

French (Bailly abrégé)

faire cuire au soleil;
Moy. ἡλιάζομαι se chauffer au soleil.
Étymologie: ἥλιος.