ἰατρόμαντις: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰᾱτρόμαντις''': -εως, ὁ, ἰατρὸς ἅμα καὶ [[μάντις]], ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 263, πρβλ. Εὐμ. 62, Ἀριστοφ. Πλ. 11· μεταφ., φρενῶν [[ἰατρόμαντις]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1623. | |lstext='''ἰᾱτρόμαντις''': -εως, ὁ, ἰατρὸς ἅμα καὶ [[μάντις]], ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 263, πρβλ. Εὐμ. 62, Ἀριστοφ. Πλ. 11· μεταφ., φρενῶν [[ἰατρόμαντις]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1623. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ὁ) :<br />médecin-devin, médecin infaillible.<br />'''Étymologie:''' [[ἰατρός]], [[μάντις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ὁ,
A physician and seer, of Apollo and Aesculapius, A.Supp.263, cf.Eu.62: metaph., φρενῶν ἰ. A.Ag.1623.
German (Pape)
[Seite 1234] εως, ὁ, Arzt u. Weissager; καὶ τερασκόπος Aesch. Eum. 62; Ag. 1606 Suppl. 260.
Greek (Liddell-Scott)
ἰᾱτρόμαντις: -εως, ὁ, ἰατρὸς ἅμα καὶ μάντις, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 263, πρβλ. Εὐμ. 62, Ἀριστοφ. Πλ. 11· μεταφ., φρενῶν ἰατρόμαντις Αἰσχύλ. Ἀγ. 1623.
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ) :
médecin-devin, médecin infaillible.
Étymologie: ἰατρός, μάντις.