ἰοβλέφαρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰοβλέφᾰρος''': Δωρ. ἰογλέφ-, ον, ἔχων βλέφαρα μὲ ἰοχρόους βλεφαρίδας Πινδ. Ἀποσπ. 113, Μανέθων 5. 145, Λουκ. Εἰκ. 8, Ὑπὲρ τῶν Εἰκόνων 26. ― Καθ’ Ἡσύχ. : «ἰοβλέφαροι· καλλιβλέφαροι».
|lstext='''ἰοβλέφᾰρος''': Δωρ. ἰογλέφ-, ον, ἔχων βλέφαρα μὲ ἰοχρόους βλεφαρίδας Πινδ. Ἀποσπ. 113, Μανέθων 5. 145, Λουκ. Εἰκ. 8, Ὑπὲρ τῶν Εἰκόνων 26. ― Καθ’ Ἡσύχ. : «ἰοβλέφαροι· καλλιβλέφαροι».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux paupières noires, aux yeux noirs.<br />'''Étymologie:''' [[ἴον]], [[βλέφαρον]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰοβλέφᾰρος Medium diacritics: ἰοβλέφαρος Low diacritics: ιοβλέφαρος Capitals: ΙΟΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: ioblépharos Transliteration B: ioblepharos Transliteration C: iovlefaros Beta Code: i)oble/faros

English (LSJ)

Dor. ἰογλέφ-, ον,

   A violet-eyed, Pi.Fr.307; Χάριτες, Μοῦσαι, B.18.5, 8.3, cf. Man.5.145, Luc.Im.8.

German (Pape)

[Seite 1255] veilchen-, dunkeläugig; Aphrodite, Pind. bei Luc. imagg. 8, vgl. Imagg. 26; ἰογλέφαρος Pind. frg. 113.

Greek (Liddell-Scott)

ἰοβλέφᾰρος: Δωρ. ἰογλέφ-, ον, ἔχων βλέφαρα μὲ ἰοχρόους βλεφαρίδας Πινδ. Ἀποσπ. 113, Μανέθων 5. 145, Λουκ. Εἰκ. 8, Ὑπὲρ τῶν Εἰκόνων 26. ― Καθ’ Ἡσύχ. : «ἰοβλέφαροι· καλλιβλέφαροι».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux paupières noires, aux yeux noirs.
Étymologie: ἴον, βλέφαρον.