ἱπποτυφία: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱπποτῡφία''': ἡ, ([[τῦφος]]) [[ὑπεροψία]] ἥτις καταλαμβάνει τὸν ἐφ’ ἵππου ὀχούμενον, ὑπερβολικὴ [[ὑπερηφανία]], [[ἀλαζονεία]]. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 45, Διογ. Λ. 3. 39· πρβλ. [[ἵππος]] VI. | |lstext='''ἱπποτῡφία''': ἡ, ([[τῦφος]]) [[ὑπεροψία]] ἥτις καταλαμβάνει τὸν ἐφ’ ἵππου ὀχούμενον, ὑπερβολικὴ [[ὑπερηφανία]], [[ἀλαζονεία]]. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 45, Διογ. Λ. 3. 39· πρβλ. [[ἵππος]] VI. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />faste <i>ou</i> orgueil excessif.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[τῦφος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (τῦφος)
A horse-pride, i.e. excessive pride or conceit, Luc.Hist.Conscr.45, Pl. ap. D.L.3.39.
German (Pape)
[Seite 1261] ἡ, Pferde-, d. i. unbändiger Stolz; Luc. hist. conscr. 45; D. L. 3, 39.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποτῡφία: ἡ, (τῦφος) ὑπεροψία ἥτις καταλαμβάνει τὸν ἐφ’ ἵππου ὀχούμενον, ὑπερβολικὴ ὑπερηφανία, ἀλαζονεία. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 45, Διογ. Λ. 3. 39· πρβλ. ἵππος VI.