ἱμερόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱμερόφωνος''': -ον, ἔχων φωνὴν ἐρατεινήν, θελκτικήν, ἀηδὼν Σαπφὼ 42, Ἀλκμὰν 13 ([[ἔνθα]] κοινῶς ἱερόφ-), Θεόκρ. 28. 7· πρβλ. [[ἡμερόφωνος]].
|lstext='''ἱμερόφωνος''': -ον, ἔχων φωνὴν ἐρατεινήν, θελκτικήν, ἀηδὼν Σαπφὼ 42, Ἀλκμὰν 13 ([[ἔνθα]] κοινῶς ἱερόφ-), Θεόκρ. 28. 7· πρβλ. [[ἡμερόφωνος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la voix charmante.<br />'''Étymologie:''' [[ἵμερος]], [[φωνή]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμερόφωνος Medium diacritics: ἱμερόφωνος Low diacritics: ιμερόφωνος Capitals: ΙΜΕΡΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: himeróphōnos Transliteration B: himerophōnos Transliteration C: imerofonos Beta Code: i(mero/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A of lovely voice or song, ἀηδών Sapph.39, Alcm.26 (vulg. ἱεροφ-), Theoc.28.7.

German (Pape)

[Seite 1253] von lieblicher oder sehnsüchtiger Stimme; ἀηδών Sapph. 36; Χάριτες Theocr. 28, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμερόφωνος: -ον, ἔχων φωνὴν ἐρατεινήν, θελκτικήν, ἀηδὼν Σαπφὼ 42, Ἀλκμὰν 13 (ἔνθα κοινῶς ἱερόφ-), Θεόκρ. 28. 7· πρβλ. ἡμερόφωνος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix charmante.
Étymologie: ἵμερος, φωνή.