ἶνις: Difference between revisions
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἶνις''': ὁ, [[υἱός]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 323, Ἱκέτ. 43, 261. Εὐρ. Τρῳ. 571, Ἡρ. Μαιν. 354· [[σκύμνος]], ἔθρεψε δὲ λέοντος ἶνιν (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Conington ἀντὶ σίνιν τοῦ κώδικος) δόμοις Αἰσχύλ. Ἀγ. 717· [[ὡσαύτως]] [[ἶνις]], ἡ, [[θυγάτηρ]], Εὐρ. Ι. Α. 119. - Μόνον ποιητ. (ὁ Pott παραβάλλει πρὸς αὐτὸ τὸ Ἀρχ. Σκανδιν. sv- einn (juvenis), Ἀγγλιστί swain). | |lstext='''ἶνις''': ὁ, [[υἱός]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 323, Ἱκέτ. 43, 261. Εὐρ. Τρῳ. 571, Ἡρ. Μαιν. 354· [[σκύμνος]], ἔθρεψε δὲ λέοντος ἶνιν (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Conington ἀντὶ σίνιν τοῦ κώδικος) δόμοις Αἰσχύλ. Ἀγ. 717· [[ὡσαύτως]] [[ἶνις]], ἡ, [[θυγάτηρ]], Εὐρ. Ι. Α. 119. - Μόνον ποιητ. (ὁ Pott παραβάλλει πρὸς αὐτὸ τὸ Ἀρχ. Σκανδιν. sv- einn (juvenis), Ἀγγλιστί swain). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. nom. et acc.</i> ἶνιν;<br /><i>sel. d’autres</i>, [[ἴνις]], ἴνιν (ὁ, ἡ)<br />enfant, fils <i>ou</i> fille.<br />'''Étymologie:''' DELG de *ἔνγνις de [[γίγνομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A son, A.Eu.323, Supp.42, prob. in Id.Ag.717, cf. E.Tr.571, HF354, Lyc.570, Isyll.53 (dub.), Call.Aet.3.1.63, IG12(8). p.vii (Egypt):—fem. ἶνις, ἡ, daughter, E.IA119.—Trag. only in lyr.; Prose only in Cypr. dialect, Inscr.Cypr.101, al.
German (Pape)
[Seite 1255] ὁ, ἡ, Sohn, Tochter; Aesch. Eum. 313 Suppl. 42. 248; Eur. Tr. 570 Herc. Fur. 354; τὰν σὰν ἶνιν I. A. 119. Die alten Erkl. führen es auf ἴς zurück, ὅ τι οἱ υἱοὶ δύναμίς εἰσι τῶν πατέρων, vgl. Schol. Theocr. 1, 43.
Greek (Liddell-Scott)
ἶνις: ὁ, υἱός, Αἰσχύλ. Εὐμ. 323, Ἱκέτ. 43, 261. Εὐρ. Τρῳ. 571, Ἡρ. Μαιν. 354· σκύμνος, ἔθρεψε δὲ λέοντος ἶνιν (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Conington ἀντὶ σίνιν τοῦ κώδικος) δόμοις Αἰσχύλ. Ἀγ. 717· ὡσαύτως ἶνις, ἡ, θυγάτηρ, Εὐρ. Ι. Α. 119. - Μόνον ποιητ. (ὁ Pott παραβάλλει πρὸς αὐτὸ τὸ Ἀρχ. Σκανδιν. sv- einn (juvenis), Ἀγγλιστί swain).
French (Bailly abrégé)
seul. nom. et acc. ἶνιν;
sel. d’autres, ἴνις, ἴνιν (ὁ, ἡ)
enfant, fils ou fille.
Étymologie: DELG de *ἔνγνις de γίγνομαι.