καθηγητής: Difference between revisions

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθηγητής''': -οῦ, ὁ, [[ὁδηγός]], Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 313D· ὡς καὶ νῦν, [[καθηγητής]], [[διδάσκαλος]], Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 3, Πλούτ. 2. 70Ε, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb. 85D, κτλ.· - [[ὡσαύτως]], καθηγητήρ, ῆρος, ὁ, Μανέθων 2. 300· θηλ. καθηγήτειρα Ὀρφ. Ὕμν. 75. 6. 2) ὁ [[καθηγούμενος]] μοναστηρίου, [[ἡγούμενος]], Συναξάριον Ἰαν. 11.
|lstext='''καθηγητής''': -οῦ, ὁ, [[ὁδηγός]], Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 313D· ὡς καὶ νῦν, [[καθηγητής]], [[διδάσκαλος]], Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 3, Πλούτ. 2. 70Ε, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb. 85D, κτλ.· - [[ὡσαύτως]], καθηγητήρ, ῆρος, ὁ, Μανέθων 2. 300· θηλ. καθηγήτειρα Ὀρφ. Ὕμν. 75. 6. 2) ὁ [[καθηγούμενος]] μοναστηρίου, [[ἡγούμενος]], Συναξάριον Ἰαν. 11.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />précepteur, maître.<br />'''Étymologie:''' [[καθηγέομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθηγητής Medium diacritics: καθηγητής Low diacritics: καθηγητής Capitals: ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ
Transliteration A: kathēgētḗs Transliteration B: kathēgētēs Transliteration C: kathigitis Beta Code: kaqhghth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A guide, Numen. ap. Ath.7.313d.    2 teacher, professor, Phld.Ir. p.43 W., al., D.H. Th.3, Ev.Matt.23.10, Plu.2.70e, Philum.Ven.5.6, OGI408 (Theb. Aegypt., ii A.D.), POxy.930.6 (ii/iii A.D.), etc.:— also καθηγ-ητήρ, ῆρος, ὁ, Man.2.300, Dor. καθᾱγ-, κελεύθου IG12(1).44 (Rhodes):—fem. καθηγ-ήτειρα Call.Fr.33P., Orph.H.76.6.

German (Pape)

[Seite 1284] ὁ, der Wegweiser, Ath. VII, 313 d; der Leiter, Lehrer, Plut. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

καθηγητής: -οῦ, ὁ, ὁδηγός, Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 313D· ὡς καὶ νῦν, καθηγητής, διδάσκαλος, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 3, Πλούτ. 2. 70Ε, ἔνθα ἴδε Wyttenb. 85D, κτλ.· - ὡσαύτως, καθηγητήρ, ῆρος, ὁ, Μανέθων 2. 300· θηλ. καθηγήτειρα Ὀρφ. Ὕμν. 75. 6. 2) ὁ καθηγούμενος μοναστηρίου, ἡγούμενος, Συναξάριον Ἰαν. 11.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
précepteur, maître.
Étymologie: καθηγέομαι.