καταιωρέομαι: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_20)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταιωρέομαι''': Παθ., κρέμαμαι πρὸς τὰ [[κάτω]], θύνασοι κατῃωρεῡντο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 225.
|lstext='''καταιωρέομαι''': Παθ., κρέμαμαι πρὸς τὰ [[κάτω]], θύνασοι κατῃωρεῡντο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 225.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br />être pendant, flotter.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[αἰωρέω]].
}}
}}