καταλύσιμος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταλύσιμος''': -ον, ὃν πρέπει τις νὰ διαλύσῃ ἢ καταστρέψῃ, ἀφανίσῃ, κακὸν Σοφ. Ἠλ. 1246.
|lstext='''καταλύσιμος''': -ον, ὃν πρέπει τις νὰ διαλύσῃ ἢ καταστρέψῃ, ἀφανίσῃ, κακὸν Σοφ. Ἠλ. 1246.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à dissoudre, à faire cesser.<br />'''Étymologie:''' [[καταλύω]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλύσιμος Medium diacritics: καταλύσιμος Low diacritics: καταλύσιμος Capitals: ΚΑΤΑΛΥΣΙΜΟΣ
Transliteration A: katalýsimos Transliteration B: katalysimos Transliteration C: katalysimos Beta Code: katalu/simos

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A to be dissolved or done away, κακόν S.El.1247 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1361] auflösbar, κακόν, zu beseitigen, was aufhören kann, Soph. El. 1238.

Greek (Liddell-Scott)

καταλύσιμος: -ον, ὃν πρέπει τις νὰ διαλύσῃ ἢ καταστρέψῃ, ἀφανίσῃ, κακὸν Σοφ. Ἠλ. 1246.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à dissoudre, à faire cesser.
Étymologie: καταλύω.