καταπαγίως: Difference between revisions

From LSJ

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπᾰγίως''': ἐπίρρ., συνεχῶς, διαρκῶς, μονίμως, πόλιν κ. οἰκεῖν Ἰσοκρ. ἐν Ἀντιδ. § 167.
|lstext='''καταπᾰγίως''': ἐπίρρ., συνεχῶς, διαρκῶς, μονίμως, πόλιν κ. οἰκεῖν Ἰσοκρ. ἐν Ἀντιδ. § 167.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />à état fixe, comme résidence fixe.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πάγιος]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 1367] sehr fest, πόλιν κ. οἰκεῖν, eine Stadt als festen, beständigen Sitz bewohnen, Isocr. 15, 156.

Greek (Liddell-Scott)

καταπᾰγίως: ἐπίρρ., συνεχῶς, διαρκῶς, μονίμως, πόλιν κ. οἰκεῖν Ἰσοκρ. ἐν Ἀντιδ. § 167.

French (Bailly abrégé)

adv.
à état fixe, comme résidence fixe.
Étymologie: κατά, πάγιος.