καταπέτασμα: Difference between revisions
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταπέτασμα''': τό, πᾶν ὅ,τι καταπετάννυται, [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]], Ἡλιόδ. 10. 28· τὸ [[καταπέτασμα]] τοῦ ναοῦ Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚϚ', 31), Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ', 51, κτλ.· τὸ [[παραπέτασμα]]· «τὸ [[καταπέτασμα]] [[ὅπερ]] ὁ κωμικὸς [[παραπέτασμα]] λέγει» Εὐστάθ. 722. 32· - (πρόναον) εἰργόμενον δυσὶν ὑφάσμασι καὶ τὸ μὲν [[ἔνδον]] ὂν ἐλέγετο [[καταπέτασμα]], τὸ δ’ ἐκτὸς [[κάλυμμα]] Φίλων 2. 148· κ. τραπέζης Ἐπιγρ. Σάμου καὶ κ. ῥάκινον. | |lstext='''καταπέτασμα''': τό, πᾶν ὅ,τι καταπετάννυται, [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]], Ἡλιόδ. 10. 28· τὸ [[καταπέτασμα]] τοῦ ναοῦ Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚϚ', 31), Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ', 51, κτλ.· τὸ [[παραπέτασμα]]· «τὸ [[καταπέτασμα]] [[ὅπερ]] ὁ κωμικὸς [[παραπέτασμα]] λέγει» Εὐστάθ. 722. 32· - (πρόναον) εἰργόμενον δυσὶν ὑφάσμασι καὶ τὸ μὲν [[ἔνδον]] ὂν ἐλέγετο [[καταπέτασμα]], τὸ δ’ ἐκτὸς [[κάλυμμα]] Φίλων 2. 148· κ. τραπέζης Ἐπιγρ. Σάμου καὶ κ. ῥάκινον. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />voile abaissé, rideau ; <i>particul.</i> le voile du temple de Jérusalem.<br />'''Étymologie:''' [[καταπετάννυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A curtain, veil, Hld.10.28, PGrenf.2.111.7 (v/vi A. D.); esp. the veil of the Temple, LXXEx.26.31, Aristeas86, Ev.Matt.27.51, etc.; prop. the inner veil, the outer being τὸ κάλυμμα, cf. Ph.2.148: metaph., κ. δόξης Id.1.270. 2 κ. τραπέζης table-cover, Michel832.25 (Samos, iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 1369] τό, das Darübergebreitete, die Decke, der Vorhang, N. T., Philo.
Greek (Liddell-Scott)
καταπέτασμα: τό, πᾶν ὅ,τι καταπετάννυται, κάλυμμα, σκέπασμα, Ἡλιόδ. 10. 28· τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚϚ', 31), Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ', 51, κτλ.· τὸ παραπέτασμα· «τὸ καταπέτασμα ὅπερ ὁ κωμικὸς παραπέτασμα λέγει» Εὐστάθ. 722. 32· - (πρόναον) εἰργόμενον δυσὶν ὑφάσμασι καὶ τὸ μὲν ἔνδον ὂν ἐλέγετο καταπέτασμα, τὸ δ’ ἐκτὸς κάλυμμα Φίλων 2. 148· κ. τραπέζης Ἐπιγρ. Σάμου καὶ κ. ῥάκινον.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
voile abaissé, rideau ; particul. le voile du temple de Jérusalem.
Étymologie: καταπετάννυμι.